Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ - 23 Απριλίου


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

(Η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Απριλίου)

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο άγιος Γεώργιος είναι μια από τις πιο ένδοξες και ηρωικές μορφές του Χριστιανισμού. Είναι το λαμπρό παλικάρι του Χριστού, που με τη βαθιά πίστη και τη φλογερή αγάπη του στο Ναζωραίο Ιησού, έγινε φως και οδηγός στον αγιαστικό δρόμο της αυταπάρνησης.

Κατέπληξε τους πάντες με τη γενναία υπομονή του στα πολλά και φριχτά μαρτύρια που υπέστη για χάρη του πολυαγαπημένου του Κυρίου.

Δόξασε με τη ζωή και το παράδειγμά του τον Χριστό, γι’ αυτό και Εκείνος τον έκανε γνωστό σ’ όλο τον κόσμο.

Πλήθος είναι τα θαύματα που κάνει κάθε μέρα σε όλους εκείνους που επικαλούνται με βαθιά πίστη και ευλάβεια το όνομά του.

Για το λόγο αυτό, αγαπήθηκε τόσο πολύ σ’ Ανατολή και Δύση, ώστε να μην υπάρχει Χριστιανικό μέρος που να μην έχει έστω και ένα μικρό εκκλησάκι στο όνομά του. 


2. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο γενναίος αυτός στρατιώτης του Χριστού γεννήθηκε το 280 μ.Χ. όταν βασιλιάς της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ο ασεβής Διοκλητιανός, ο πιο μεγάλος και πιο σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού.

Την περίοδο αυτή το Ρωμαϊκό Κράτος, εξαιτίας της αχανής έκτασής του, διαιρείται από τον Διοκλητιανό σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό. Το Ανατολικό τμήμα, με έδρα τη Νικομήδεια της Βιθυνίας, το διοικεί ο ίδιος ο Διοκλητιανός. Στο Δυτικό τμήμα, με έδρα τη Ρώμη, έβαλε για συνάρχοντα, συνδιοικητή και βασιλιά, τον έμπιστό του φίλο Μαξιμιανό. Και οι δυο είχαν τον τίτλο του Αυγούστου.

Για την καλύτερη ακόμα διοίκηση του κράτους, πήραν το 293 μ.Χ. και οι δυο τους από έναν βοηθό. Ο Διοκλητιανός στην Ανατολή πήρε τον Γαλέριο και ο Μαξιμιανός στη Δύση τον Κωνσταντίνο τον Χλωρό, τον πατέρα του Μ. Κωνσταντίνου, με τον τίτλο του Καίσαρα.


Ο πατέρας του αγίου Γεωργίου λεγόταν Γερόντιος και καταγόταν από την Καππαδοκία της Μ. Ασίας, από πλούσια και ένδοξη γενιά. Υπηρετούσε σαν στρατιωτικός στο Ρωμαϊκό στρατό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Το θάρρος, η εξυπνάδα και η αυτοθυσία που έδειχνε την ώρα της μάχης, τον ανέδειξαν γρήγορα σε έναν από του πιο μεγάλους και γενναίους αξιωματικούς του στρατεύματος. Τιμήθηκε με το αξίωμα του στρατηλάτη.

Στην αρχή ήταν ειδωλολάτρης και προσευχόταν κάθε μέρα στους ψεύτικους θεούς. Με τις προσευχές όμως της αγίας γυναίκας του και του μικρού παιδιού του Γεωργίου γνωρίζει με θαυμαστό τρόπο τον Χριστιανισμό και βαπτίζεται λίγο πριν το θάνατό του Χριστιανός.

Ήταν ευγενικός στους τρόπους και ιππότης στη συμπεριφορά του. Αγαπούσε την αλήθεια και την ειλικρίνεια και ήταν για τους στρατιώτες του υπόδειγμα αρετής και ανδρείας. Η γεμάτο καλοσύνη καρδιά του δεν περνούσε απαρατήρητη, με αποτέλεσμα όλοι να τον αγαπούν και να τον σέβονται.

Πιο πολύ όμως απ’ όλους τον αγαπούσε ο μικρός πανέξυπνος γιος του, ο Γεώργιος. Το πανέμορφο αυτό σγουρομάλλικο αγόρι ήταν η μεγάλη χαρά της ζωής του.

Πόσο ενθουσιαζόταν όταν ερχόταν κοντά του και του ζητούσε μ’ εκείνα τα σπινθηροβόλα ματάκια του να τον ανεβάσει πάνω στο ατίθασο άλογο για να ξεχυθεί στη συνέχεια σαν το σίφουνα, στις καταπράσινες λουλουδιαστές πεδιάδες της πατρίδας του!


3. ΓΙΝΕΤΑΙ ΧΙΛΙΑΡΧΟΣ ΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Γερόντιος ήθελε και ο γιος του ο Γεώργιος να ακολουθήσει το δικό του επάγγελμα και να γίνει αξιωματικός στο στρατό. Εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη τιμή και δόξα να υπηρετείς στο ένδοξο Ρωμαϊκό στράτευμα.

Γι’ αυτό και ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει, ήδη από την παιδική του ηλικία, τη στρατιωτική τέχνη. Πώς να χρησιμοποιεί δηλαδή σωστά τα όπλα επίθεσης και άμυνας. Με ποιο τρόπο να τοποθετεί μπροστά του την ασπίδα, για να αποκρούει τις επιθέσεις και με ποια δεξιοτεχνία να γίνεται το ξίφος του ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών. Του μάθαινε πώς να ιππεύει τα άλογα και πως αυτά να γίνονται οι πιο καλοί φίλοι και βοηθοί του στις μακρινές πολεμικές επιδρομές.

Παρακολουθούσε προσωπικά τις γυμναστικές ασκήσεις του γιου του στο στάδιο, με σκοπό να τον κάνει δυνατό στο σώμα και ευέλικτο στις μάχες. Μετά από νικηφόρες μάχες που έδινε, συζητούσε μαζί του, σαν να είχε μπροστά του ένα μεγάλο αξιωματικό, το στρατηγικό σχέδιο της νίκης. Πολλές φορές, μάλιστα, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του, όταν πίσω από εύστοχες απορίες και προτάσεις του πανέξυπνου παιδιού του, ανακάλυπτε ότι ο γιος του ήταν μια στρατιωτική ιδιοφυία.

Ακόμα δεν είχε μπει καλά - καλά στην εφηβεία του και, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του, τον έπαιρνε μαζί του στις διάφορες εκστρατείες.

Πρώτα οι διάφοροι διοικητές του και μετά ο βασιλιάς έδειχναν να εκπλήσσονται από τα ηρωικά κατορθώματα του Γεωργίου στις διάφορες μάχες. Οι στρατιώτες ενθουσιαζόντουσαν μαζί του και, όταν γινόταν κάποια μάχη, έπεφταν όλοι μαζί, σαν το αστροπελέκι, πάνω στους τρομοκρατημένους εχθρούς. Το τάγμα του ποτέ δεν έχασε νίκη, αφού σ’ όλο το στράτευμα δεν υπήρχε στρατιώτης που, σαν τον είχε δίπλα του, δεν γινόταν και ο ίδιος λιοντάρι σαν κι αυτόν.

Αμούστακος είναι ακόμα ο Γεώργιος, όταν παίρνει τον ένα μετά τον άλλο τους στρατιωτικούς βαθμούς. Παρά το μικρό της ηλικίας του, οι υπόλοιποι στρατιώτες όχι μόνο τον εμπιστεύονται αλλά, όταν είναι μαζί του, είναι και σίγουροι για τη νίκη. Το όνομα του κυκλοφορεί σ’ όλο το στράτευμα και φτάνει μέχρι τον αυτοκράτορα. Εκείνος τον παρασημοφορεί και τον κάνει, μόλις 18 χρόνων, Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμη στο τάγμα των Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς και στα είκοσι του χρόνια χιλίαρχο. Γι’ αυτό τον φωνάζουν και «Στρατηλάτη» .

Κανείς μέχρι τότε δεν κατόρθωσε να πάρει σε τόσο μικρή ηλικία τόσο γρήγορα όλα αυτά τα αξιώματα.


4. Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑ

Εκείνο που τον αναδεικνύει ως μεγάλη και ξεχωριστή προσωπικότητα δεν είναι μόνο η ανδρεία στις μάχες ή η στρατηγική του ικανότητα αλλά και το πλήθος των αρετών που στολίζουν το νεαρό αυτό παλικάρι.

Σ’ αυτό έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο η επίδραση της ευσεβούς μητέρας του. Την έλεγαν Πολυχρονία και καταγόταν από τη Λύδα της Παλαιστίνης. Ήταν πολύ ευσεβής και ενάρετη γυναίκα. Αγαπούσε τον Χριστό μ’ όλη της την καρδιά και αυτό ήθελε να εμφυσήσει και στο μονάκριβό της αγόρι, τον Γεώργιο.

Από την κούνια του τον νανουρίζει με τις θερμές της προσευχές και παρακαλεί τον Θεό να κάνει το μονάκριβο παιδί της ένα ολόφωτο αστέρι της αγίας Εκκλησίας Του.

Από μωράκι ακόμα το μαθαίνει να ψελλίζει ύμνους στο Θεό και να ενώνει τα δυο του χεράκια σε στάση προσευχής, για να πει μαζί του την υπέροχη θεοδίδακτη προσευχή <<Πάτερ ημών>>.

Εκείνο, λες και καταλάβαινε ότι ήταν μεγάλη και σπουδαία αυτή η στιγμή που αξιώνεται να συνομιλεί με τον Πλάστη του Ουρανού και της γης, έδειχνε να συμμετέχει με πίστη βαθιά και προσοχή.

Κι όταν μεγάλωσε, δεν έπαψε να προσεύχεται λιγότερο απ’ ότι ήταν μικρός. Απεναντίας, τώρα, με γνώση και αγάπη ζηλευτή, προσεύχεται ακόμα πιο πολύ. Είναι να το θαυμάζεις τούτο το παλικάρι όταν στέκεται στην προσευχή. Το πρόσωπό του λάμπει και η καρδιά του σκιρτά από χαρά, καθώς τα λόγια της προσευχής, σαν θυμίαμα ευωδιαστό, ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό.

Πόσο του αρέσει όταν η μητέρα του τον παίρνει δίπλα στη φωτιά, εκεί στο τζάκι, για να του μιλήσει για τον γλυκύ Ιησού, για τα θαύματα που έκανε, για την υπέροχη διδασκαλία της αγάπης που κήρυττε και για τη μεγάλη θυσία που υπέμεινε, ώστε για χάρη μας και για τη σωτηρία της ψυχής μας να σταυρωθεί και στο τέλος να αναστηθεί.

Εκεί, όμως, που δακρύζει και η γενναία του καρδιά ξεσπά σε αναφιλητά, είναι η στιγμή που η ευσεβής μητέρα του διηγείται τις ένδοξες αλλά και συγκινητικές ιστορίες των αγίων μαρτύρων και ομολογητών.

Ενθουσιάζεται όταν ακούει τα ηρωικά τους κατορθώματα αλλά και ζηλεύει. Θέλει και αυτός μια μέρα να ακολουθήσει τα ηρωικά τους κατορθώματα και αν χρειαστεί, να πεθάνει μαρτυρικά, όπως αυτοί.

Για το σκοπό αυτό, από τώρα οπλίζεται με τη δύναμη της πίστης και της πλήρους εγκατάλειψης της ζωής του στα χέρια του αγαπημένου του Θεού. Θέλει ό,τι κάνει να είναι αφορμή για να δοξάζεται ο Θεός. Γι’ αυτό και Εκείνος πλημμυρίζει με ουράνιες ευλογίες την πάναγνη παιδική του ψυχή. Αρκεί να σηκώσει τα χέρια του ψηλά στον ουρανό και να προσευχηθεί θερμά, για να ικανοποιήσει αμέσως ο Θεός τα αιτήματα του αγαπημένου και πιστού παιδιού Του.

Στις διάφορες εκστρατείες εναντίων των εχθρών της πατρίδας του, πρώτα θα κάνει την προσευχή του, θα σφραγίσει με το σύμβολο του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού το σώμα του, και μετά θα μπει στη μάχη. Τότε γινόταν αήττητος, λες και πολεμούσαν μαζί του οι άγγελοι του ουρανού.

Η μητέρα του δεν κρύβει τη χαρά και τον ενθουσιασμό της για το μονάκριβο της γιο. Πιστεύει ότι το παιδί αυτό θα δοξάσει μια μέρα το άγιο όνομα του Χριστού με τα λόγια και τα έργα του.

Όταν έρχεται από τις νικηφόρες μάχες, όλο και κάτι έχει να της διηγηθεί από τις νίκες που του έδινε ο Θεός και που γινόταν αφορμή όλο και κάποιος να πιστέψει και να αγαπήσει το Χριστό.

Μια μέρα, όταν επέστρεψε από μια εκστρατεία, ήρθε γεμάτος χαρά κοντά στη μητέρα του και, κατά τη συνήθειά του, την αγκάλιασε γλυκά και, αφού την φίλησε τρυφερά, άρχισε να της διηγείται ακόμα μια τέτοια ιστορία.


5. ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΔΡΑΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ

Είχαν εκστρατεύσει μαζί με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα στα μέρη της Ανατολής, στην άκρη των Ρωμαϊκών συνόρων, εξαιτίας μιας επανάστασης αγρίων φυλών που έκαιγαν και ερήμωναν την πατρίδα του. Αφού τους νίκησαν και τους ανάγκασαν να υποταχθούν στη Ρωμαϊκή εξουσία, άρχισαν οι διάφορες στρατιωτικές μονάδες, που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία, να επιστρέφουν στη βάση τους.

Ο νεαρός Γεώργιος, πριν επιστρέψει στη βάση της στρατιωτικής του μονάδας, αποφάσισε να περάσει πρώτα από το πατρικό του σπίτι στην Καππαδοκία, όπου ζει τώρα μόνη της η καλή του μητέρα. Ο πατέρας του, μετά από μια σύντομη αρρώστια, είχε πεθάνει γρήγορα, πριν προλάβει να τον δει χιλίαρχο στο Ρωμαϊκό στράτευμα.

Σαν σίφουνας έτρεχε μέσα στα δάση και τις πεδιάδες για να φτάσει γρήγορα στο σπίτι. Η ζέστη του καλοκαιριού και η κούραση της πορείας έκαναν τον ίδιο και το άλογό του να διψάσουν φοβερά.

Ψάχνοντας για νερό, έφθασε κοντά σε μια ωραία λίμνη και κατέβηκε από το άλογο του για να ξεκουραστεί λίγο και να δροσιστεί από το καθάριο νερό της.

Δεν πρόλαβε να βάλει τα χέρια του στο νερό, όταν ένα κλάμα κοριτσίστικο τον έκανε να αναρωτηθεί ποια είναι αυτή που κλαίει μέσα σ’ αυτή την ερημιά. Καθοδηγούμενος από το κλάμα, ήρθε εκεί που καθόταν μόνη πάνω σ’ ένα βράχο μια κοπέλα και τη ρώτησε:

- Ποια είσαι κορίτσι μου και πως βρέθηκες εδώ, μόνη σε τούτη την ερημιά, στολισμένη σαν βασίλισσα και κλαις γοερά;

Τρόμαξε η κοπέλα, όταν είδε ξαφνικά μπροστά της να στέκεται ο νεαρός αξιωματικός. Απόρησε πως, ενώ περπατούσε στα μέρη τους, δεν γνώριζε τίποτε από όλα αυτά για τα οποία βρισκόταν η ίδια εκεί. Γι’ αυτό και με κάθε λεπτομέρεια του διηγήθηκε τη συμφορά που τους είχε βρει.

Η κόρη αυτή ήταν βασιλοπούλα και πατέρας της ήταν ο βασιλιάς Σέλβιος, που κυβερνούσε μια μεγάλη πολυπληθή πόλη στην επαρχία της Αττάλειας, την Αλαγία.

Την εποχή εκείνη κάθε μεγάλη πόλη είχε και τον δικό της βασιλιά. Οι κάτοικοι της, όπως και ο ίδιος ο βασιλιάς, ήταν ειδωλολάτρες. Πίστευαν σαν θεούς ακόμα και τα στοιχεία της φύσης, καθώς και το φίδι. Ας μην ξεχνάμε ότι, ακόμα και σήμερα, το φίδι το φοβούνται και το προσκυνούν σαν θεό οι ειδωλολατρικές φυλές των Ινδιών.

Ένα τέτοιο μεγάλο και φοβερό ερπετό, σαν τέρας, ζούσε εκεί στην περιοχή τους κοντά στη λίμνη. Τακτικά έβγαινε από την κρυψώνα του και ότι έβρισκε μπροστά του, είτε ζώο είτε άνθρωπο, το έτρωγε. Κατάφερε να σπείρει τον τρόμο και τον πανικό σ’ όλη την περιοχή.

Μάταια προσπάθησαν οι άνδρες της πόλης να το σκοτώσουν και να απαλλαγούν απ’ αυτό. Τότε, όλοι μαζί, μ’ ένα στόμα, ζήτησαν από το βασιλιά τους να κάνει κάτι και να βρει μια λύση.

Εκείνος, αφού συμβουλεύτηκε τους δαιμονικούς ειδωλολάτρες ιερείς του, έβγαλε διαταγή να δίνουν όλοι στο δράκοντα, με τη σειρά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, από ένα παιδί. Πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα έβρισκε το φαγητό του και δεν θα κινδύνευαν όλοι οι άλλοι.

Έτσι, κάθε λίγο και λιγάκι, όλο και μια οικογένεια έχανε από ένα παιδί, το οποίο έστελνε κοντά στη φωλιά του ερπετού, εκεί δίπλα στη λίμνη. Από κείνη την ημέρα που ο ανόητος βασιλιάς πήρε τη δαιμονική αυτή απόφαση, σ’ όλο το βασίλειό του δεν στέγνωσαν τα δάκρυα από τα μάτια των ανθρώπων. Η πίκρα και η θλίψη ήταν μόνιμη κατάσταση στις καρδιές των ανθρώπων. Ο πόνος ήταν μεγάλος και αβάσταχτος.

Κάποτε, ήρθε και η σειρά του βασιλιά τους να δώσει και αυτός ένα παιδί. Μόνο που αυτός δεν είχε άλλα παιδιά, εκτός από μια μοναχοκόρη. Μια μικρή πανέμορφη κόρη, που ήταν η μοναδική χαρά και ευτυχία του δύστυχου βασιλιά πατέρα. Καταλαβαίνει κανείς τη θλίψη και τη συμφορά που τον βρήκε. Απαρηγόρητος ο βασιλιάς, με κλάματα γοερά, παρέδωσε την κόρη του στους ειδωλολάτρες ιερείς για να την ετοιμάσουν. Εκείνοι, αφού την έντυσαν με ωραία βασιλικά ρούχα και στολίδια, την παρέδωσαν στους στρατιώτες για να τη φέρουν κοντά στη φωλιά του θηρίου.

Εκεί την βρήκε ο άγιός μας, όταν κατέβηκε από το άλογο του για να πιει νερό και να ξεκουραστεί λιγάκι. Αφού άκουσε τη θλιβερή ιστορία της, την παρηγόρησε και της είπε:

- Μην κλαις κόρη και μην φοβάσαι. Αν πιστέψεις και συ στη φοβερή δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, που εγώ πιστεύω και αγαπώ, όχι μόνο δεν πρόκειται να πάθεις τίποτε αλλά και το ερπετό θα σκοτώσω και την πόλη σας από τη συμφορά θα γλυτώσω.

- Πιστεύω, ένδοξε στρατιώτη, μ’ όλη μου την καρδιά και μ’ όλη μου τη ψυχή, απάντησε η νέα.


Δεν πρόφτασε να τελειώσει τα λόγια της, όταν ένας ανησυχητικός θόρυβος από σούρσιμο μεγάλου ερπετού, έκανε να στρέψει φοβισμένα τα μάτια της στον ερχομό του τέρατος φιδιού. Η καρδιά της χτύπησε από τρόμο δυνατά και έμπηξε μια τρομαγμένη κραυγή.

Ο νεαρός Γεώργιος είδε το τερατοειδές φίδι, τον τρομερό αυτό δράκοντα από μακριά και έκανε το σταυρό του. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τόσο τεράστιο και τρομερό ερπετό.

Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά να απονεκρώσει ο Θεός τη δύναμη του τέρατος. Μια γλυκιά φωνή από τον Ουρανό του έδωσε δύναμη και σιγουριά.

- Εισακούστηκε η προσευχή σου, Γεώργιε. Μπορείς να κάνεις ό,τι θελήσεις.


Ο Γεώργιος προχώρησε άφοβα προς το μέρος του θηρίου και έκανε το σημείο του σταυρού πάνω του. Το θηρίο, λες και το χτύπησαν χίλια βέλη, άρχισε να χτυπιέται μόνο του στη γη, μέχρι που, αποκαμωμένο από την κούραση, έπεσε σαν ναρκωμένο στα πόδια του αγίου μας.

Ο Γεώργιος είπε τότε στην βασιλοπούλα να βγάλει τη ζώνη από το φόρεμά της και να δέσει μ’ αυτήν το κεφάλι του θηρίου, για να το σύρει μέχρι το κάστρο της πόλης τους. Πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο στα τείχη για να δει από ψηλά το γενναίο στρατιώτη Γεώργιο και τη βασιλοπούλα να σέρνει σαν άκακο προβατάκι το μέχρι εκείνη τη στιγμή φοβερό και τρομερό θηρίο. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πάει και κοντά του, γιατί έβλεπε πως αυτό ακόμα ήταν ζωντανό. Πήρε τότε το λόγο ο Γεώργιος και τους λέει:

- Αν σήμερα εγκαταλείψετε τα είδωλα και πιστέψετε στον έναν και μοναδικό Θεό, τον Κύριο μου Ιησού Χριστό, τότε με το άγιο όνομά Του θα σκοτώσω το θηρίο τούτο που σας γέμισε με τρόμο και με συμφορές.

Όλος ο κόσμος, μαζί με τον ευτυχισμένο βασιλιά του, ο οποίος έβλεπε τη μονάκριβη πανέμορφη κοπέλα του όχι μόνο σώα και ζωντανή αλλά να κρατάει άφοβα στα χέρια της με τη ζώνη του φορέματος της το τρομερό αυτό θηρίο, φώναξαν δυνατά:

- Πιστεύουμε κι εμείς στον μόνο αληθινό και δυνατό Θεό σου, τον Ιησού Χριστό, που με τη βοήθειά Του νίκησες το τρομερό θεριό.


Τότε, ο άγιος σήκωσε το μακρύ δόρυ του και χτύπησε θανατηφόρα το τέρας. Όταν πια όλοι πείστηκαν ότι το τέρας είναι νεκρό, ήρθαν και έπεσαν στα πόδια του αγίου για να τον ευχαριστήσουν για το μεγάλο καλό που τους έκανε αλλά και για να τους διδάξει τη νέα πίστη. Έτσι, έγιναν όλοι Χριστιανοί και βαπτίστηκαν από το άγιο επίσκοπο της Αντιόχειας, τον Αλέξανδρο, που τους έφερε εκεί για να τους κατηχήσει καλύτερα, ο ένδοξος στρατιώτης του Χριστού Γεώργιος.

Από τότε το όνομα του αγίου έγινε ονομαστό παντού και τραγούδι στα χείλη των ανθρώπων.



6. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ

Ενώ το όνομα του Χριστού εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα παντού και άρχισε όλος ο κόσμος να εγκαταλείπει τη δαιμονική λατρεία των ειδωλολατρικών θεών, μαύρα σύννεφα, γεμάτα θλίψη και στενοχώρια, άρχισαν να μαζεύονται πάνω από την Εκκλησία του Χριστού.

Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, θορυβημένος από το πλήθος των αναφορών που του έδιναν οι διάφοροι διοικητές του απ’ όλη τη Ρωμαϊκή επικράτεια ότι εξαπλωνόταν ραγδαία ο Χριστιανισμός, αποφάσισε να κηρύξει μεγάλο και τρομερό διωγμό κατά των Χριστιανών.

Είχε ρωτήσει προηγουμένως το μαντείο του θεού Απόλλωνα, το οποίο τον εξόργισε ακόμα περισσότερο με τη μπερδεμένη απάντηση που του έδωσε.

Του είχε πει τα εξής:

- Οι δίκαιοι της γης με εμποδίζουν να πω την αλήθεια!

- Και ποιοι είναι οι δίκαιοι της γης; ζητά να μάθει με αγωνία ο βασιλιάς.

- Δίκαιοι της γης είναι, βασιλιά μου, οι Χριστιανοί! του απαντά ένας υπηρέτης του μαντείου.

Θόλωσαν τότε από κακία τα μάτια του βασιλιά και έξαλλος από θυμό αποφασίζει να τους εξολοθρεύσει όλους από την αυτοκρατορία του.

Στέλνει, λοιπόν, αυστηρές διαταγές παντού και ζητά από όλους τους διοικητές και ηγεμόνες του Ρωμαϊκού κράτους να συλλαμβάνουν και να θανατώνουν όποιον Χριστιανό αρνείται να θυσιάσει στους ψεύτικους θεούς του βασιλείου του.

Η Εκκλησία του Χριστού ζει έναν από τους πιο μεγάλους και πιο φριχτούς διωγμούς της ιστορίας της.

Εκατομμύρια Χριστιανοί θυσιάζονται στο βωμό της αληθινής πίστης.

Άφθονο κυλάει παντού το Χριστιανικό αίμα.

Οι φυλακές γεμίζουν από Χριστιανούς ομολογητές και στα αμφιθέατρα τα θηρία καταξεσχίζουν αθώους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, αγόρια και κορίτσια, επειδή θέλουν να πιστεύουν και να αγαπούν τον ένα και μοναδικό αληθινό Θεό.

Σ’ Ανατολή και Δύση, αλλά πιο πολύ στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας, όπου έχει την έδρα του ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, επικρατεί φόβος, τρόμος και σφαγές.

Στη Λύδα της Παλαιστίνης, στο πατρικό της σπίτι, όπου ζει τώρα μόνη μετά το θάνατο του άνδρα της η μητέρα του αγίου μας, μαθαίνει για όλα αυτά τα φριχτά μαρτύρια που υποφέρουν οι γενναίοι αθλητές του Χριστού. Κάθε μέρα παρακαλεί το Χριστό να δυναμώσει και το δικό της παιδί, ώστε, αν χρειαστεί, να ομολογήσει δημόσια, με θάρρος και υπομονή, το όνομα του Χριστού. Γνωρίζει ότι ίσως χρειαστεί και να πεθάνει το μονάκριβό της παιδί για την αγάπη του Χριστού.


7. ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Ο Γεώργιος, παρά τις ρητές εντολές του βασιλιά να σκοτώνει τους Χριστιανούς, αρνείται να υπακούσει και να τις εφαρμόσει. Αντίθετα, ενισχύει και δυναμώνει με τα φλογερά λόγια και την μεγάλη πίστη του τους άγιους μάρτυρες.

Αφού πουλάει πρώτα όλη την περιουσία του, για να ενισχύσει τις Χριστιανικές εκείνες οικογένειες που έχασαν στα φοβερά μαρτύρια για την αγάπη του Χριστού τον προστάτη του σπιτιού τους, αποφασίζει να συγκρουστεί με τον Διοκλητιανό.

Μια μέρα, που ο αυτοκράτορας είχε καλέσει τους διάφορους στρατιωτικούς διοικητές της περιοχής εκείνης για να τους δώσει οδηγίες και κατευθύνσεις για πιο αποτελεσματική εξόντωση των Χριστιανών, παίρνει το λόγο ο Γεώργιος και με θάρρος του λέει:

- Είναι μεγάλο λάθος αυτό που κάνετε βασιλιά μου και κυνηγάτε με τόσο μίσος τους Χριστιανούς, ενώ αυτοί δεν κάνουν κακό σε κανέναν. Είναι νομοταγείς πολίτες και στη συμπεριφορά τους ευγενικοί, φιλαλήθεις και ειλικρινείς. Δεν μπορείτε, λοιπόν, να τους σκοτώνετε, επειδή θέλουν να πιστεύουν και να αγαπούν τον ένα και μοναδικό αληθινό Θεό, στη διδασκαλία του οποίου οφείλεται εξάλλου και το μεγαλείο των αρετών τους. Μάθετε και ζήσετε την υπέροχη διδασκαλία του Χριστιανισμού και τότε θα αντιληφθείτε σε τι σκοτάδι ζούσατε μέχρι σήμερα. Εγώ νιώθω ευτυχισμένος από τότε που πίστεψα στο Χριστό…

Ο αυτοκράτορας μένει άναυδος, ακούγοντας τον πιο εκλεκτό αξιωματικό του να ομολογεί με θάρρος μπροστά του ότι είναι Χριστιανός. Έξαλλος από θυμό του λέει:

- Είναι αλήθεια αυτά που άκουσα από το στόμα σου Γεώργιε; Είσαι και συ Χριστιανός; Εσύ που πήρες από μένα, από τόσο μικρή ηλικία, όλα τα μεγάλα αξιώματα του στρατεύματος; Εσύ, που σε τίμησα με τόσα δώρα, πλούτη, τιμές, δόξες και αξιώματα; Δε φοβάσαι μήπως σου τα πάρω όλα πίσω και στο τέλος σε σκοτώσω;

- Βασιλιά μου, γνωρίζεις πολύ καλά ότι σε υπηρέτησα πιστά και ειλικρινά. Αν και είμαι από μικρό παιδί Χριστιανός, σου προξένησα ποτέ κακό; Απεναντίας πάντα ήθελα το καλό τόσο της αυτοκρατορίας σου όσο και το δικό σου. Τώρα, όμως, που βλέπω ότι άδικα κυνηγάς και σκοτώνεις τους αθώους Χριστιανούς, επειδή θέλουν να πιστεύουν και να ζουν μέσα στην ευαγγελική διδασκαλία της αγάπης του Χριστού, διαμαρτύρομαι και σας λέω ότι κάνετε μεγάλο λάθος. Όσον αφορά τα πλούτη, τις τιμές, τις δόξες και τα αξιώματα που θέλετε να μου πάρετε, δεν με συγκινούν καθόλου. Δεν βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά ούτε η χαρά αλλά ούτε και η ευτυχία. Ούτε και ο θάνατος με απασχολεί. Ένα μόνο θέλω και επιθυμώ. Να ζω με τη μοναδική ευτυχία της παρουσίας του Θεού μέσα στην καρδιά μου.


- Γεώργιε, τι είναι αυτά που λες; Σκέψου τα νιάτα σου και τη λαμπρή καριέρα που σε περιμένει. Όλα μιλούν για την ευτυχία σου. Μη θέλεις να καταστρέψεις τη ζωή σου.

- Είναι πολύ ανόητο για έναν αξιωματικό σαν και μένα να διαλέγει το ψέμα από την αλήθεια, το σκοτάδι αντί το φως. Βασιλιά μου, για μένα φως και ζωή είναι να πιστεύω και να αγαπώ τον Χριστό και να ζω σύμφωνα με την υπέροχη ευαγγελική διδασκαλία της αγάπης Του.

- Γεώργιε, άλλαξε μυαλά πριν αρχίσω να θυμώνω. Δεν θα διστάσω να σου κάνω τα πιο φριχτά μαρτύρια για να καταλάβεις, εσύ και όλοι οι Χριστιανοί, ότι στο βασίλειο μου θα γίνεται μόνο ότι εγώ αποφασίζω.

- Βασιλιά μου, επειδή δεν πρόκειται να αλλάξω μυαλά, αλλά πάντοτε θ’ αγαπώ και θα ακολουθώ το Χριστό, γι’ αυτό είμαι έτοιμος να υποφέρω οποιοδήποτε βάσανο και μαρτύριο αποφασίσεις.


Για μια στιγμή επικράτησε σύγχυση και ταραχή ανάμεσα στους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού και τους ηγεμόνες.

Ο αυτοκράτορας, πλημμυρισμένος από παράλογο θυμό και οργή, είχε πάρει την απόφασή του. Διέταξε να βασανίσουν με τον πλέον σκληρό και απάνθρωπο τρόπο τον νεαρό αξιωματικό του, Γεώργιο.


8. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ

Ο Διοκλητιανός διέταξε τους στρατιώτες να τρυπήσουν με τα κοντάρια τους το σώμα του Γεωργίου αλλά να μην χτυπήσουν την καρδιά του και πεθάνει αμέσως, για να έχει περισσότερους και φριχτότερους πόνους.

Οι στρατιώτες, αφού έδεσαν πισθάγκωνα τα χέρια του αγίου μας, τον έβαλαν να στηθεί όρθιος στο προαύλιο του μεγάρου, εκεί που έκαναν τις συγκεντρώσεις τους οι αξιωματούχοι του αυτοκράτορα.

Κατόπιν, με την διαταγή του Διοκλητιανού, δεκάδες σουβλερά ακόντια πέταξαν πάνω του οι στρατιώτες. Όμως, κατά παράδοξο τρόπο τα ακόντια άλλαζαν δρόμο, λες και κάποιος τα εμπόδιζε να ακουμπήσουν το σώμα του νεαρού Χριστιανού. Όσα μπόρεσαν να τον αγγίξουν, λύγισαν σαν το κερί και έπεσαν κάτω, χωρίς να μπορέσουν να κάνουν κανένα κακό στον Γεώργιο.

Το θαύμα αυτό θύμωσε πιο πολύ τον ασεβή βασιλιά και διέταξε τους στρατιώτες του να ρίξουν τον Γεώργιο στην πιο υγρή και άσχημη φυλακή. Εκεί, αφού δέσουν χέρια και πόδια με βαριές αλυσίδες, να πλακώσουν το στήθος του με μια πολύ μεγάλη, μυτερή και βαριά πέτρα που να κόβει τις σάρκες του και να τον δυσκολεύει στην αναπνοή.

Έτσι έμεινε όλη τη νύχτα ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης Γεώργιος, λέγοντας διάφορες προσευχές, παρά τον αφόρητο πόνο που ένιωθε από τον ογκόλιθο που ήταν στο στήθος του.

Το πρωί, όταν τον έφεραν στον αυτοκράτορα, τον ρώτησε εκείνος χαιρέκακα:

- Τι λες τώρα νεαρέ Χριστιανέ, μετάνιωσες για όλα τα ανόητα που μας είπες χτες ή προτιμάς τα βασανιστήρια;

- Βασιλιά μου, όχι μόνο δεν μετάνιωσα που αγάπησα τον Χριστό αλλά Τον παρακαλώ να αξιώσει και σας να Τον γνωρίσετε, για να καταλάβετε πόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη θα είναι η ζωή σας χωρίς αυτές τις απάνθρωπες κακίες που σας εμπνέει τώρα να κάνετε η ειδωλολατρική θρησκεία σας!


Τα γενναία και συνετά λόγια του Γεωργίου εξόργισαν ακόμη περισσότερο τον Διοκλητιανό. Διατάζει τώρα, να υποβάλουν τον νεαρό Χριστιανό στο μαρτύριο του τροχού. Αυτό ήταν ένα από τα πιο αποτρόπαια και σατανικά όργανα βασανισμού που χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες εναντίων των Χριστιανών.

Πάνω σε ένα τροχό έδεσαν τον άγιο μάρτυρα και κάτω απ’ αυτόν βάλανε ένα τραπέζι που ήταν γεμάτο με διάφορες κοφτερές λεπίδες και σιδερένια άγκιστρα. Όπως γύριζε ο τροχός με το νεαρό Χριστιανό πάνω του, οι λεπίδες και τα άγκιστρα που ήταν από κάτω κόβανε και σχίζανε τις σάρκες του μάρτυρα. Το αίμα πλημμύρισε το σώμα και το έδαφος.

Ο Γεώργιος, παρά τους αφόρητους πόνους, προσευχόταν συνέχεια με βαθιά πίστη στο Χριστό, να του δώσει δύναμη και κουράγιο.

Μέσα στις κατακόμβες οι Χριστιανοί, μαζί με την αγία μητέρα του, έκαναν πολλές προσευχές υπέρ του Γεωργίου. Η ευλογημένη μάνα του, με δάκρυα, παρακαλούσε τον Χριστό να ενισχύσει με τη θεία Χάρη το μονάκριβο παιδί της, ώστε ν’ αντέξει τα διάφορα βάσανα και μαρτύρια.

Ο Διοκλητιανός, το ανθρωπόμορφο αυτό τέρας, παρακολουθούσε με μοχθηρία την ηρωική αντοχή του αγίου μας και ειρωνευόταν λέγοντας:

- Που είναι ο Θεός σου, Γεώργιε; Γιατί σε άφησε μόνο σου και δεν σε βοηθά;

Ο μεγαλομάρτυρας Χριστιανός προτίμησε τη σιωπή και την προσευχή από το να μιλήσει σε τούτη τη σκληρή και πέτρινη καρδιά.


9. Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ

Ο Διοκλητιανός άφησε τους άλλους να βλέπουν το αποτρόπαιο αυτό θέαμα του τροχού, που κομμάτιαζε σε κάθε γύρισμά του το νεανικό σώμα του γενναίου στρατιώτη του Χριστού και προχώρησε προς το ναό του ψεύτικου θεού Απόλλωνα για να θυσιάσει στα είδωλα.

Μόλις απομακρύνθηκε από εκεί ο τύραννος, μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν τριγύρω και σκέπασαν τον τόπο του μαρτυρίου, ενώ πολλές αστραπές και βροντές έσκιζαν τον ουρανό.

Μια βροντερή φωνή ψηλά από τον ουρανό ήρθε να τρομοκρατήσει όλους και να δώσει κουράγιο στον άγιό μας.

- Γεώργιε, μη φοβάσαι. Είμαι κοντά σου και παρακολουθώ τα βάσανα που υποφέρεις με γενναιότητα και ανδρεία για την αγάπη μου.

Ακολούθησε για λίγο ησυχία και γαλήνη και ενώ άρχισαν να διαλύονται σιγά – σιγά τα μαύρα σύννεφα, ένα ουράνιο θεϊκό φως ήρθε να σταθεί πάνω από το μαρτυρικό σώμα του αγίου. Έκπληκτοι, τότε, βλέπουν όλοι οι στρατιώτες να στέκεται μπροστά τους ο Γεώργιος, λυμένος από τον τροχό, και τελείως υγιής.

Άγγελος Κυρίου έλυσε τον άγιο μας από το σατανικό εργαλείο του τροχού και του θεράπευσε όλες τις πληγές.


10. ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

Οι στρατιώτες, μαζί με τους χιλίαρχους Πρωτολέοντα και Ανατόλιο, κοιτούν με φόβο και δέος τον νεαρό μάρτυρα Γεώργιο. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως συγκολλήθηκαν τα κομμάτια του κορμιού του και πως γιατρεύτηκαν οι φριχτές πληγές, ώστε να στέκεται τώρα μπροστά τους ακέραιος και υγιής ο Γεώργιος.

Το πρόσωπο του αγίου μας λάμπει και ένα θεϊκό φως τον περιβάλλει. Γονατίζουν μπροστά του με ευλάβεια και σεβασμό όλοι οι στρατιώτες και αξιωματικοί και με μια φωνή του λένε πως και αυτοί είναι από τώρα Χριστιανοί. Ο Γεώργιος χαίρεται και δοξάζει το Θεό, που το μαρτύριο του έγινε αφορμή να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό τόσα γενναία παλικάρια.

Όλοι μαζί τώρα, με το Γεώργιο στη μέση, πηγαίνουν προς το ναό του θεού Απόλλωνα, όπου πήγε ο αυτοκράτορας για να θυσιάσει στα είδωλα.

Εκείνος, μόλις είδε μπροστά του σώο και υγιή το Γεώργιο, τα έχασε. Τα μάτια του θάμπωσαν από τον θυμό και η οργή κυρίεψε την καρδιά του. Δεν καταλαβαίνει πως έγινε αυτό. Το ίδιο έκπληκτοι τον κοιτούν και η βασίλισσα Αλεξάνδρα μαζί με άλλους επίσημους άρχοντες του Παλατιού. Ο Γεώργιος με δυνατή φωνή λέει στον Διοκλητιανό:

- Με παρέδωσες, βασιλιά, στο θάνατο αλλά ο Θεός μου, που εσύ πολεμάς, με έσωσε και με θεράπευσε από τα φριχτά μαρτύρια που μου έκανες. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός. Πιστέψετε και σεις σ’ Αυτόν και προσκυνήστε Τον. Σταματήστε να γονατίζετε και να λατρεύετε τα είδωλα.

Ο Διοκλητιανός έξαλλος από θυμό και οργή φωνάζει:

- Πρωτολέοντα, Ανατόλιε, γενναίοι μου αξιωματικοί, πιάστε τον αυτόν τον ανόητο και βασανίστε τον… Τι με κοιτάζετε; Σας διατάζει ο αυτοκράτοράς σας!

Αυτοί, αντί να απαντήσουν, βγάζουν τους στρατιωτικούς ζωστήρες και τα ξίφη τους και τα πετάνε μπροστά στα πόδια του βασιλιά. Αυτό ήταν μήνυμα, πως δεν ήθελαν πλέον να ανήκουν στο αυτοκρατορικό στράτευμα.

Με μια φωνή και οι δυο γενναίοι χιλίαρχοι ομολογούν με θάρρος τη χριστιανική τους πίστη.

- Και εμείς, βασιλιά, πιστεύουμε στο Θεό του Γεωργίου. Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό, τον μόνο δυνατό και αληθινό Θεό.

- Θάνατος! Θάνατος! Σκοτώστε όλους τους Χριστιανούς! φωνάζει έξαλλος από το θυμό ο Διοκλητιανός.


Οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τους δυο ανδρείους αξιωματικούς, τους χιλίαρχους Πρωτολέοντα και Ανατόλιο. Το στράτευμα ξεσηκώνεται. Πολλοί στρατιώτες εγκαταλείπουν τα είδωλα και πιστεύουν στον αληθινό Θεό. Τους εντυπωσίασε ο θαυμαστός τρόπος θεραπείας του Γεωργίου αλλά και η μεταστροφή στο Χριστιανισμό των διοικητών τους, των γενναίων χιλίαρχων Πρωτολέοντα και Ανατόλιου.

Ο Διοκλητιανός τα έχει χαμένα. Προσπαθεί να παρηγορηθεί από τους επίσημους άρχοντες που είναι δίπλα του, όπως τον Βίκτωρα, τον Ακίνδυνο, τον Ζωτικό, τον Ζήνωνα και τον Σεβηριανό. Νέα έκπληξη όμως τον περιμένει. Και αυτοί ομολογούν με θάρρος ότι είναι Χριστιανοί και έτοιμοι να υποφέρουν, όπως ο Γεώργιος, πολλά βάσανα.

Οργισμένος ο Διοκλητιανός διατάσσει αμέσως να τους πάρουν έξω από την πόλη, σε μια ερημιά, και να τους αποκεφαλίσουν. Η αγία Εκκλησία μας τους εορτάζει στις 20 Απριλίου. 


11. ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΒΕΣΤΗ

Ο Διοκλητιανός ξέρει πολύ καλά ότι όσο ο Γεώργιος θα είναι ζωντανός θα πληθαίνουν καθημερινά οι Χριστιανοί. Διατάζει λοιπόν να τον συλλάβουν και να τον ρίξουν μέσα σ’ ένα λάκκο με ασβέστη για να πεθάνει ζωντανός.

Οι στρατιώτες πήραν τον άγιο μας και τον έφεραν έξω από την πόλη όπου υπήρχε ένας πολύ μεγάλος λάκκος με ασβέστη. Αφού ρίξανε πρώτα πολύ νερό και άρχισε ο ασβέστης να κοχλάζει, ρίξανε τον Γεώργιο μέσα και τον άφησαν εκεί για τρεις περίπου μέρες και νύχτες.

Την τρίτη μέρα διέταξε ο Διοκλητιανός να σκάψουν το λάκκο, για να δουν αν απόμεινε τίποτε από το σώμα του αγίου.

Πλήθος κόσμου ακολούθησε τους στρατιώτες για να βεβαιωθεί για το θάνατο του Γεωργίου. Όλοι είχαν αγωνία να δουν με τα ίδια τους τα μάτια, αν πράγματι θα τον βοηθούσε και πάλι ο Θεός του. Βέβαια οι ειδωλολάτρες γελούσαν ειρωνικά και κοροϊδεύανε τους Χριστιανούς για την πίστη και τους αγώνες τους.

Όταν έφτασαν στο λάκκο, η αγωνία όλων κορυφώθηκε. Οι στρατιώτες άρχισαν να σκάβουν το λάκκο, μα... έκπληκτοι είδαν να βγαίνει ο Γεώργιος μέσα απ’ αυτόν σώος και υγιής!

Οι ειρωνείες και τα χάχανα των ειδωλολατρών σταμάτησαν αμέσως.

Η χαρά και ο ενθουσιασμός των Χριστιανών έγιναν τραγούδι δοξολογίας στο παντοδύναμο Θεό.

Η φοβερή φωτιά του ασβέστη όχι μόνο δεν πείραξε τον νεαρό Χριστιανό αλλά και του έδωσε μια υπερκόσμια λάμψη, ώστε να λάμπει το πρόσωπό του σαν τον ήλιο.

Το θαύμα ήταν ολοφάνερο. Όλος ο κόσμος με μια φωνή έλεγε:

- Είναι αληθινός ο Θεός του Γεωργίου! Είναι μέγας και θαυματουργός.


Το καινούριο θαύμα έγινε αιτία να πιστέψουν πολλοί άνθρωποι στο Χριστό και να εγκαταλείψουν τα είδωλα.

Όταν είδε ο Διοκλητιανός το Γεώργιο σώο και υγιή μπροστά του, αντί και αυτός να προβληματιστεί από το θαύμα, θύμωσε ακόμα πιο πολύ. Πιστεύει ότι με μαγικές δυνάμεις σώθηκε ο Γεώργιος, γι’ αυτό και του λέει:

- Πες μου, Γεώργιε, ποιος σου έμαθε την τέχνη της μαγείας, ώστε και ο ασβέστης να μη μπορεί να σε πειράξει; Έλα, φανέρωσε μας τώρα τη μαγική σου δύναμη και πάψε να μας κοροϊδεύεις πως δήθεν ο Θεός σου σε έκανε καλά.


Ο Γεώργιος βλέπει καθαρά πόσο γερά έδεσε ο σατανάς τον βασιλιά με τα δεσμά της πλάνης. Μάταια προσπαθεί να ξυπνήσει την πωρωμένη συνείδηση του αυτοκράτορα. Αυτός δεν θέλει ν’ ακούσει τον γενναίο Χριστιανό που του λέει:

- Εγώ, βασιλιά, νόμιζα ότι μ’ αυτό το θαύμα θα μπορούσες να πιστέψεις και να παραδεχτείς τη μεγάλη δύναμη του αληθινού Θεού των Χριστιανών. Δυστυχώς, όμως, εσύ προτίμησες να μένεις δεμένος στα σκοτεινά δεσμά της ειδωλολατρίας και να ονομάζεις έργα σατανικά τα εξαίσια θαύματα του Χριστού. Λυπάμαι βαθιά που ο σατανάς σε έχει δέσει τόσο σφιχτά, ώστε να μην μπορείς να δεις και να ξεχωρίσεις το ίσιο από το στραβό, το λάθος από το σωστό.


12. ΦΟΡΑΕΙ ΠΥΡΑΚΤΩΜΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Ο Διοκλητιανός χαιρέκακα κοιτά το νεαρό αξιωματικό. Δεν αντέχει να βλέπει ένα νεαρό Χριστιανό να πληγώνει τόσο πολύ το σατανικό εγωισμό του και ταυτόχρονα το κύρος της Ρωμαϊκής εξουσίας του. Γι’ αυτό και διατάσσει νέο μαρτύριο.

Φτιάχνουν σιδερένια παπούτσια με πολλά καρφιά στο εσωτερικό τους και, αφού τα έκαψαν στη φωτιά τόσο πολύ, ώστε να κοκκινίσει το μέταλλο, τον έβαλαν να τα φορέσει.

Ο Γεώργιος έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε θερμά στο Χριστό και τα φόρεσε. Πόνοι φριχτοί συντάραξαν το κορμί του. Οι στρατιώτες τον έσπρωχναν και τον ανάγκαζαν να τρέχει, για να κάνουν πιο μεγάλο το μαρτύριό του.

Ο Διοκλητιανός και οι άλλοι ειδωλολάτρες γελούσαν ειρωνικά και κοροϊδεύανε τον Χριστό. Το μαρτύριο τούτο κράτησε πολλές ώρες. Με τα φοβερά αυτά παπούτσια, τον κλείσανε μέσα σε μια υγρή και απαίσια φυλακή για να σπάσουν το ηθικό του.

Εκεί έμεινε όλη τη νύχτα, προσευχόμενος θερμά στον πολυαγαπημένο του Σωτήρα και Λυτρωτή, για να του δώσει δύναμη να αντέξει και σ’ αυτό το μαρτύριο.

Ο Χριστός ακούει το πιστό και αγαπημένο του παιδί και το επισκέπτεται στη φυλακή. Ένα θεϊκό φως κάνει τη φυλακή να λάμπει σαν μέρα και μια ουράνια ευωδία ξεχύνεται παντού, ενώ φανταστικές αγγελικές μελωδίες πλημμυρίζουν τον αέρα. Ακούγεται τότε η γνώριμη φωνή του Ιησού που του δίνει θάρρος και κουράγιο.

- Χαίρε αγαπημένο μου παιδί, Γεώργιε. Η Χάρις μου είναι μαζί σου. Έχε θάρρος και υπομονή.

Η καρδιά του νεαρού Χριστιανού σκίρτησε από χαρά. Μπροστά του έβλεπε τη γλυκύτατη μορφή του πολυαγαπημένου του Χριστού, που άστραφτε πιο πολύ και από τον ήλιο, ανάμεσα στις χιλιάδες των αγγέλων που τον περιτριγύριζαν.

Εκείνος έσκυψε, προσκύνησε και φίλησε ευλαβικά τον Σωτήρα του. Κι όταν ο Χριστός ανέβηκε πάλι στους ουρανούς, αυτός έμεινε εκεί γονατιστός να προσεύχεται και να δοξάζει με ύμνους και ψαλμούς τον ένα και μοναδικό αληθινό Θεό.

Την επόμενη μέρα διέταξε ο Διοκλητιανός να φέρουν μπροστά του τον Γεώργιο, έστω και σηκωτό, εφόσον δεν θα μπορούσε να περπατήσει από το χθεσινό μαρτύριο. Απόρησε, όταν είδε το νεαρό Χριστιανό να περπατά άνετα και εύκολα, χωρίς καμιά πληγή στα πόδια. Γεμάτος κακία αλλά και απορία τον ρωτά:

- Έμεινες ευχαριστημένος από τα καινούρια σου παπούτσια Γεώργιε; Ήταν άνετα;

- Ναι, βασιλιά! Έγιναν αφορμή να ζήσω μοναδικές στιγμές ευτυχίας! Εξαιτίας τους, αξιώθηκα να δω τον αγαπημένο μου Κύριο Ιησού Χριστό και να με θεραπεύσει από τα μαρτύρια σου.

- Άφησε, Γεώργιε, τη μαγική σου τέχνη. Πάψε επιτέλους να ξεγελάς τον εαυτό σου και τους άλλους μ’ αυτές τις ανοησίες.

- Λυπάμαι, βασιλιά, που είσαι τόσο τυφλός, ώστε να μη μπορείς να δεις την αλήθεια και να ονομάζεις μαγική τέχνη τη δύναμη του Θεού.



13. ΦΡΙΧΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Θηρίο έγινε ο Διοκλητιανός ακούγοντας την αυστηρή κριτική που του κάνει ο νεαρός Χριστιανός. Ο σατανικός εγωισμός του πληγώνεται αφάνταστα. Ουρλιάζοντας από το κακό του, δίνει τις επόμενες διαταγές για πιο φριχτά μαρτύρια.

Δένουν τον άγιό μας πάνω σ’ ένα δέντρο και αρχίζουν να τον μαστιγώνουν ανελέητα με βούνευρα. Ανοίγουν πληγές στη ράχη και στο στήθος του. Το αίμα τρέχει άφθονο. Οι πόνοι είναι αβάσταχτοι, όχι όμως πιο μεγάλοι από την αγάπη στο Χριστό, που σαν τη λάβα του ηφαιστείου κοχλάζει μέσα στην καρδιά του.

Ο ένας μετά τον άλλο οι βασανιστές κουράζονται και αλλάζουν. Μόνο ο Γεώργιος φαίνεται παραδομένος στην προσευχή και στη θεία θεωρία του αληθινού Θεού. Βλέπουν με έκπληξη ένα γλυκό φως να λάμπει στο πρόσωπο του αγίου μας και μια ευτυχία να ζωγραφίζεται στο ειρηνικό του χαμόγελο. Όλοι καταλαβαίνουν ότι κάτι βλέπει που του δίνει δύναμη και παρηγοριά.

Μόνο ο Διοκλητιανός συνεχίζει να επαναλαμβάνει ότι ο Γεώργιος τα κάνει όλα με τη δύναμη της μαγικής του τέχνης.

Επί μέρες θα συνεχιστούν τα φριχτά βασανιστήρια, που με τη βοήθεια του σατανά θα επινοεί ο βασιλιάς.

Μια μέρα κρέμασαν τον άγιό μας από ένα δέντρο και με σιδερένια νύχια έγδερναν το σώμα του, ώστε να βγαίνουν λουρίδες - λουρίδες το νεανικό του δέρμα.

Άλλη φορά πάλι, έβαλαν στο αγιασμένο του κεφάλι μια σιδερένια περικεφαλαία, την οποία είχαν κάψει πρώτα πολύ καλά, μέχρι να κοκκινίσει το μέταλλο.

Του τρύπησαν με τρυπάνια τους αστραγάλους των ποδιών του και τον ξάπλωσαν πάνω σε σιδερένιο κρεβάτι που από κάτω του έκαιγε μεγάλη φωτιά.

Του έχυσαν μολύβι λιωμένο στο στόμα.

Όποιο απίθανο μαρτύριο θα μπορούσε να σκεφτεί ένα διαβολικό μυαλό, το δοκίμαζαν πάνω στον μεγαλομάρτυρα άγιο Γεώργιο. Κανένα, όμως, δεν μπορούσε να του κάνει κακό, γιατί τον προστάτευε ο ένας αληθινός και παντοδύναμος Θεός.

Πολλοί ειδωλολάτρες, που έβλεπαν όλα αυτά τα φοβερά βάσανα και μαρτύρια που υπέφερε για την αγάπη του αληθινού Θεού ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού Γεώργιος, εγκατέλειπαν τα είδωλα και γινόντουσαν Χριστιανοί.


14. Ο ΜΑΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο Γεώργιος με τίποτα δεν αλλάζει γνώμη, συμβουλεύτηκε τον έμπιστο φίλο του Μαγνέντιο τι να κάνει. Εκείνος του προτείνει να σταματήσουν τα σωματικά βασανιστήρια και να τον πειράξουν τώρα με πνευματικά μαρτύρια. Γι’ αυτό του λέει:

- Μην στενοχωριέσαι, βασιλιά. Έχουμε εδώ κοντά στην πόλη μας τον μεγαλύτερο μάγο της αυτοκρατορίας. Είναι ο μάγος Αθανάσιος. Αυτός ξέρει πιο καλά από τον καθένα κάθε μαγική τέχνη. Να τον φωνάξουμε εδώ και να είσαι σίγουρος ότι αμέσως θα νικήσει τη μαγική δύναμη του Γεωργίου.

Άρεσε αυτό στον αυτοκράτορα, γι’ αυτό και διέταξε να φέρουν αμέσως μπροστά του τον διάσημο μάγο Αθανάσιο. Όταν εκείνος ήρθε, του λέει ο Διοκλητιανός:

- Ένδοξε μάγε Αθανάσιε, είναι γνωστή σ’ όλους μας η φοβερή δύναμη της μαγικής σου τέχνης. Πληροφορήθηκα ότι είσαι ο μεγαλύτερος μάγος της αυτοκρατορίας μας. Σε φέραμε εδώ για να νικήσεις τη μαγική δύναμη ενός νεαρού Χριστιανού, που με τη δική του μαγική δύναμη αντιστέκεται στις βασιλικές μου διαταγές και κοροϊδεύει τους μεγάλους μας θεούς. Θέλω να τον κάνεις ή να υποταχθεί στο θέλημά μου ή να του δώσεις κανένα δυνατό δηλητήριο και να πεθάνει.

Ο μάγος, αφού του υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα ο Γεώργιος θα κάνει ότι τον διατάζει ο βασιλιάς, έφυγε για το σατανικό εργαστήριό του με σκοπό να ετοιμάσει τα μαγικά του φίλτρα.

Την άλλη μέρα, σχεδόν ξημερώματα, ήρθε στο παλάτι ο μάγος κρατώντας μαζί του δυο πήλινα αγγεία γεμάτα δηλητήρια. Τα δείχνει στο βασιλιά και του λέει:

- Το ένα, βασιλιά μου, περιέχει μαγικό δηλητήριο, που μόλις το πιει, θα χάσει τα λογικά του και χωρίς καμιά αντίρρηση θα εκτελεί τις διαταγές σου. Το άλλο δοχείο έχει μέσα δηλητήριο θανάτου, που μόλις το πιει, αμέσως θα πεθάνει.

Ο βασιλιάς, που ανυπομονούσε να δει το Γεώργιο να κάνει ότι του λέει, διέταξε να φέρουν αμέσως τον αθλητή του Χριστού μπροστά του.

Μόλις εκείνος ήρθε, του έδωσαν να πιει το περιεχόμενο από το πρώτο πήλινο αγγείο για να χάσει τα μυαλά του.

Ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού προσεύχεται θερμά στο Χριστό και παίρνει στα χέρια του το πήλινο αγγείο. Το σταυρώνει πρώτα με το ένδοξο σημείο του σταυρού, που είναι το πιο δυνατό όπλο κατά των σατανικών δυνάμεων, και πίνει αμέσως, χωρίς φόβο, το περιεχόμενό του.

Ο αυτοκράτορας περιμένει με αγωνία να δει τι θα γίνει. Ο Γεώργιος δεν παθαίνει απολύτως τίποτε. Τον ακούνε μονάχα να δοξάζει και να ευχαριστεί τον Θεό για την προστασία που του δίνει.

Ο μάγος τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να πιστέψει πως δεν έπιασε το τόσο ισχυρό μαγικό δηλητήριο που του έδωσε. Ο βασιλιάς διατάζει να του δώσουν το άλλο δηλητήριο, αυτό που όποιος το πιει ακαριαία πεθαίνει.

Ο άγιός μας παίρνει και αυτό το δηλητήριο στα χέρια του. Πάλι προσεύχεται θερμά και σταυρώνει το δηλητήριο. Η αγωνία όλων κορυφώνεται, κυρίως του βασιλιά. Τη σκηνή αυτή παρακολουθεί και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που μέσα στην καρδιά της έχει συμπαθήσει πολύ τη χριστιανική πίστη και έχει θαυμάσει τους ηρωικούς αγώνες του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.

Ο Γεώργιος έχει ήδη πάρει το φοβερό δηλητήριο. Ο αυτοκράτορας και ο μάγος τον κοιτάζουν με αγωνία. Περιμένουν να πεθάνει. Ο άγιός μας ειρηνικός και υγιής στέκεται μπροστά τους και κοροϊδεύει τα σατανικά τους σχέδια:

- Μέχρι πότε, ω ανόητοι, θα δυσπιστείτε μπροστά στη μεγάλη και φοβερή δύναμη του μοναδικού αληθινού Θεού; Δεν βλέπετε ότι κανένα σατανικό τέχνασμα δεν μπορεί να υπερισχύσει της δύναμης του Κυρίου μου Ιησού Χριστού;

Ο μάγος Αθανάσιος, που ξέρει πόσο δραστικό ήταν το δηλητήριο, τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να καταλάβει ποια φοβερή και μεγάλη δύναμη προστατεύει τον Γεώργιο. Αν πεις και για τον αυτοκράτορα, αυτός έχει λυσσάξει από το κακό του.

- Μέχρι πότε θα μας βασανίζεις Γεώργιε με τις μαγικές σου δυνάμεις; Πες μας την αλήθεια, ποια είναι η δύναμη που σε προστατεύει;

- Σας το είπα αλλά και πάλι θα το ξαναπώ. Μόνο μια δύναμη μεγάλη έχω στα βάθη της ψυχή μου, που με σκεπάζει και με προστατεύει. Αν την πιστέψετε και σεις με όλη την καρδιά σας, τότε ούτε και εσάς θα μπορέσει να πειράξει ποτέ καμιά σατανική δύναμη και κανένα κακό.

- Πες μας το λοιπόν, για να γίνουμε κι εμείς δυνατοί και άτρωτοι στο κακό, του απαντά ο μάγος.

- Η δύναμη αυτή είναι η πίστη και η αγάπη στον ένα και μοναδικό αληθινό Θεό. Αυτός που θα αγαπήσει τον Χριστό με όλη του τη ψυχή και θα αποφασίσει να ζει σ’ αυτό τον κόσμο σύμφωνα με τις εντολές της αγίας διδασκαλίας Του, τότε ούτε σ’ αυτή τη ζωή έχει να φοβάται τίποτε αλλά ούτε και στην άλλη ζωή θα είναι έξω από τη Βασιλεία του Θεού.


15. ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΝΕΚΡΟ

Όταν ο μάγος άκουσε από το Γεώργιο να μιλά για άλλη μετά θάνατον ζωή, γέλασε ειρωνικά και του είπε:

- Μα, δεν υπάρχει άλλη ζωή μετά από τον θάνατο. Αυτά που λέει η θρησκεία σου, ότι υπάρχει κόλαση που θα βασανίζονται σ’ αυτήν οι αμαρτωλοί, όπως και Παράδεισος όπου θα ζουν ευτυχισμένοι οι δίκαιοι, είναι ψέματα. Ποιος πέθανε και αναστήθηκε για να μας διαβεβαιώσει ότι υπάρχει άλλη ζωή;

Ο Γεώργιος, στην ειρωνεία του μάγου, βρήκε την ευκαιρία να ερμηνεύσει σ’ όλους εκείνους τους καλοπροαίρετους ειδωλολάτρες, που παρακολουθούσαν έκπληκτοι τη συζήτηση και τα θαύματα που γινόντουσαν, την μεταφυσική διδασκαλία της χριστιανικής πίστης. Έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του πόσοι απ’ αυτούς ήθελαν να μάθουν την αλήθεια για όλα αυτά και να πιστέψουν στον Χριστό. Φωτισμένος, λοιπόν, από τη θεία Χάρη λέει στο μάγο:

- Κι όμως, υπάρχει άλλη, αιώνια ζωή, μετά από τον σωματικό θάνατο του ανθρώπου, στην οποία ο άνθρωπος αμείβεται από τον Θεό ανάλογα με το πώς έζησε σ’ αυτή τη γη. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο από δύο συστατικά. Το ένα είναι το φθαρτό και υλικό σώμα. Αυτό προέρχεται από τη γη, από το χώμα, και στη γη πάλι επιστρέφει μετά από τον θάνατο. Το άλλο είναι η άυλη και άφθαρτη ψυχή. Αυτή δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα αλλά συνεχίζει να υπάρχει αιώνια. Αν σ’ αυτόν τον κόσμο έκανε καλά έργα και ακολουθούσε τις θεϊκές εντολές της αγάπης, τότε ανταμείβεται με την αιώνια ζωή στην ευτυχία του Παραδείσου. Αν όμως, ζούσε σ’ αυτή τη γη με κακίες και διάφορες πονηριές, κάνοντας κακό στο συνάνθρωπό της, τότε την περιμένουν οι φοβερές τιμωρίες της φριχτής κόλασης.

Ο μάγος και οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, μαζί με τη βασίλισσα Αλεξάνδρα, ακούνε με ενδιαφέρον τη σοφή διδασκαλία του νεαρού Χριστιανού.

Ο μάγος προκαλεί ξανά τον Γεώργιο:

- Θα μπορούσαν όλα αυτά να μας πείσουν ότι είναι αλήθεια, αν γινόταν μια ανάσταση ενός νεκρού. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Ολόκληρα χρόνια ασχολούμαι με τη μαγική τέχνη, μα, ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω ανάσταση νεκρού. Αν τώρα εσύ μπορείς με τη βοήθεια του Θεού σου να αναστήσεις νεκρό, τότε μεγάλο και αληθινό Θεό πιστεύεις.


Στη συζήτηση μπήκε και ο πρωτοσύμβουλος του αυτοκράτορα, ο Μαγνέντιος ο οποίος, γελώντας ειρωνικά, λέει στο Γεώργιο:

- Γεώργιε, αν θέλεις να πιστέψουμε στη θρησκεία σου, να μια ευκαιρία για σένα. Ανάστησε έναν από τους νεκρούς αυτούς Χριστιανούς, που τιμωρήθηκαν οι ανόητοι με θάνατο για την πίστη τους.

Ο Γεώργιος αποδέχεται την πρόκληση και πρόσκληση του Μαγνέντιου, γιατί πληροφορείται μυστικά από το Θεό πόσος κόσμος θα πιστέψει μετά απ’ αυτό το θαύμα. Έρχεται, λοιπόν, κοντά στα λείψανα των αγίων μαρτύρων και στέκεται πάνω σ’ ένα απ’ αυτά. Γονατίζει και προσεύχεται θερμά στον Χριστό:

- Πολυέλεε και πολυεύσπλαχνε Σωτήρα του κόσμου, Κύριε μου Ιησού Χριστέ, άκουσε την ταπεινή μου προσευχή και, όπως κάποτε ανάστησες εκ νεκρών τον τετραήμερο Λάζαρο, ανάστησε τώρα και τούτο τον δούλο σου, για να ντροπιαστεί η ειδωλολατρία και δοξαστεί το πανάγιο Όνομά Σου.

Μόλις τέλειωσε την προσευχή, κάνει το σημείο του σταυρού πάνω στο νεκρό σώμα και λέει:

- Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού αναστήσου! Πάρε ζωή και σήκω επάνω!

Η αγωνία όλων κορυφώνεται. Μια νεκρική σιγή έχει απλωθεί παντού. Ο αυτοκράτορας, ο μάγος, ο Μαγνέντιος, η βασίλισσα, οι άρχοντες, όλος ο κόσμος, κοιτούν επίμονα το νεκρό για να δουν τι θα γίνει.

Έκπληκτοι, με γουρλωμένα μάτια, βλέπουν το νεκρό να κινείται και με αργές κινήσεις να προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος. Τον βλέπουν να σηκώνεται, να κάνει το σταυρό του και να δοξάζει το Θεό.

Όλοι τότε ξεσπούν σε χειροκροτήματα και φωνάζουν δυνατά:

- Είναι αληθινός ο Θεός των Χριστιανών. Είναι μέγας και δυνατός ο Θεός σου Γεώργιε. Πιστεύουμε και εμείς σ’ Αυτόν.

Ο αυτοκράτορας ωρύεται από το κακό του. Συνεχίζει να επιμένει πως είναι όλα αυτά μάγια του Γεωργίου.


16. Ο ΜΑΓΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ


Ο μάγος Αθανάσιος είναι προβληματισμένος. Καταλαβαίνει ότι μεγάλη θεϊκή δύναμη κρύβεται πίσω από το μεγάλο αυτό θαύμα. Πλησιάζει τον άγιο Γεώργιο και πέφτει στα πόδια του. Έτσι, γονατιστός όπως είναι, του λέει δυνατά και με θάρρος:

- Είναι αληθινός ο Θεός σου, Γεώργιε. Πιστεύω τώρα και εγώ σ’ Αυτόν. Συγχώρησε με για ότι κακό πήγα να σου κάνω και δίδαξε με την αληθινή πίστη του Χριστιανισμού.

Ο Διοκλητιανός τα έχει χαμένα. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που βλέπει. Ασυγκράτητος θυμός πλημμυρίζει την ψυχή του. Διατάζει να σιωπήσουν πρώτα όλοι και μετά λέει στο πλήθος:

- Ο καταραμένος μάγος Αθανάσιος, όπως καταλάβατε, μας ξεγέλασε όλους. Δεν του έδωσε δηλητήρια αλλά δυναμωτικά φάρμακα. Η ανάσταση είναι μαγική οφθαλμαπάτη των Χριστιανών. Θέλουν να ρεζιλέψουν τη θρησκεία των μεγάλων θεών μας και να καταστρέψουν το βασίλειο μου. Γι’ αυτό, αυτή τη στιγμή, διατάσσω μεγάλο και ανελέητο διωγμό εναντίον οποιουδήποτε θα μιλά ή θα πιστεύει στο Χριστό. Διατάσσω θάνατο στον αναστημένο! Θάνατο στο μάγο Αθανάσιο! Θάνατο στον κάθε Χριστιανό!

Σαν το σίφουνα πέσανε πάνω στο πλήθος οι στρατιώτες του Διοκλητιανού. Άρπαξαν τον αναστημένο νεκρό και το μάγο Αθανάσιο και τους σκοτώσανε αμέσως. Έτσι, ο καλότυχος μάρτυρας έγινε για χάρη του Χριστού δυο φορές μάρτυρας. Οι στρατιώτες σκότωσαν κι όλους εκείνους που με θάρρος φώναζαν ότι είναι Χριστιανοί. Τον άγιο μας τον σύρανε με βάρβαρο τρόπο και τον έκλεισαν μέσα σε μια σκοτεινή φυλακή, μέχρι να αποφασίσει ο αυτοκράτορας τι θα κάνει μ’ αυτόν.


17. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ

Τα παράδοξα αυτά θαύματα του αγίου μας έγιναν παντού γνωστά. Πλήθος κόσμου ερχόταν να δει και να θαυμάσει από κοντά τον νεαρό Χριστιανό μάρτυρα.

Μέσα από τη φυλακή κάνει θαύματα και στεριώνει βαθιά στις καρδιές των ανθρώπων τη χριστιανική πίστη. Πλήθος κόσμου γίνονται απ’ αυτόν Χριστιανοί.

Ανάμεσα σ’ αυτούς που τον επισκέπτονται για να διδαχθούν το μεγαλείο της Χριστιανικής διδασκαλίας είναι και η βασίλισσα Αλεξάνδρα. Από καιρό ήδη έχει συμπαθήσει τη χριστιανική θρησκεία. Η ζωή, όμως, και τα θαύματα του νεαρού γενναίου χριστιανού Γεωργίου την έχουν πείσει εντελώς. Τώρα τον παρακαλεί να την κατηχήσει στη νέα θρησκεία και να της δώσει την ευχή και ευλογία του. Επιθυμεί, αν χρειαστεί, να πεθάνει τώρα για το Χριστό. Ο άγιός μας χαίρεται και δοξάζει το Θεό.

Με θεϊκή σοφία κατηχεί την βασίλισσα Αλεξάνδρα στην αληθινή πίστη του Χριστού. Η βασίλισσα με θάρρος ομολογεί παντού ότι είναι Χριστιανή. Το παράδειγμα της το ακολουθούν πολλές αρχόντισσες γυναίκες του Παλατιού. Όλες αυτές οι γυναίκες μιλούν χωρίς φόβο για τα θαύματα του αγίου Γεωργίου και για τη δύναμη που έχει ο παντοδύναμος Θεός του. Το μαθαίνει ο Διοκλητιανός και εξοργίζεται.

Αυτό όμως που συγκλονίζει περισσότερο το βασιλιά, είναι η ομολογία της βασίλισσας Αλεξάνδρας ότι είναι Χριστιανή. Σαν ανήμερο θεριό γυρνά μέσα στο Παλάτι ο Διοκλητιανός. Βλέπει τη Χριστιανική θρησκεία να κατακτά ακόμα και αυτό το Παλάτι και να παίρνει με το μέρος της την ίδια την βασίλισσα.

Θα κάνει πρώτα μια αποτυχημένη προσπάθεια να πείσει την βασίλισσα να εγκαταλείψει την Χριστιανική πίστη. Όταν διαπίστωσε ότι αυτή ήταν ανένδοτη, τότε διέταξε να την κλείσουν μέσα σε μια φριχτή φυλακή στα υπόγεια του Παλατιού, όπου και πεθαίνει με μαρτυρικό τρόπο. Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της αγίας βασίλισσας Αλεξάνδρας στις 21 Απριλίου.


18. ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Τα θαύματα που έκανε ο άγιος μας μέσα από τη φυλακή ήταν πολλά. Πλήθος άρρωστοι ερχόντουσαν στη φυλακή για να πάρουν την ευχή του και να θεραπευτούν. Αλλά και άνθρωποι με διάφορες ανάγκες ερχόντουσαν για να τους ευλογήσει και να ικανοποιήσει τις παρακλήσεις τους.

Μια μέρα ήρθε στον άγιο μας, μέσα στη φυλακή, ένας φτωχός γεωργός που τον έλεγαν Γλυκέριο. Έπεσε στα πόδια του αγίου μας και με κλάματα του λέει:

- Βοήθησε με άνθρωπε του Θεού. Είμαι φτωχός και συντηρώ την οικογένεια μου με κάτι χωραφάκια που έχω και σπέρνω. Οργώνοντας το χωράφι με τα βόδια μου, ένα απ’ αυτά έπεσε κάτω και ψόφησε. Σε παρακαλώ, Άγιε, ζωντάνεψε μου το βόδι, για να μην πεθάνει η οικογένεια μου απ΄ την πείνα. Θα σε ευγνωμονώ και εγώ και τα παιδιά μου.


Ο Γεώργιος άκουσε τον πόνο του φτωχού γεωργού και του λέει:

- Πήγαινε στο χωράφι σου, Γλυκέριε, και θα βρεις το βόδι σου ζωντανό.

Ο Γλυκέριος έτρεξε γρήγορα στο χωράφι του και είδε με χαρά το βόδι που είχε ψοφήσει, να είναι τώρα με την ευχή του Γεωργίου ζωντανό. Αντί να συνεχίσει το όργωμα, ήρθε πίσω στη φυλακή για να ευχαριστήσει τον άγιο Γεώργιο. Όταν ήρθε στον άγιό μας, έπεσε στα πόδια του και με ευγνωμοσύνη τον ευχαρίστησε και του είπε:

- Πιστεύω και εγώ στον αληθινό Θεό σου Γεώργιε. Είμαι κι εγώ από τώρα Χριστιανός.

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τα λόγια του και τον άρπαξαν βίαια οι στρατιώτες για να τον φέρουνε μπροστά στον βασιλιά. Εκείνος μόλις άκουσε την ομολογία του φτωχού γεωργού ότι είναι Χριστιανός, διέταξε αμέσως να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι, αξιώθηκε από το Θεό να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στο πλήθος των αγίων μαρτύρων.


19. ΟΥΡΑΝΙΟ ΟΡΑΜΑ

Επειδή πολύς κόσμος, με φιλοδωρήματα που έδιναν στους δεσμοφύλακες, κατόρθωνε να βλέπει τον άγιο μας στη φυλακή και να γίνονται με τη διδασκαλία του πολλοί Χριστιανοί, διέταξε ο Διοκλητιανός να κλείσουν τον άγιό μας στην πιο βαθιά και πιο φριχτή φυλακή.

Έπειτα, κάλεσε τον έμπιστο σύμβουλό του Μαγνέντιο και του λέει:

- Μαγνέντιε, πρέπει να τελειώνουμε με τον Γεώργιο. Πολλοί γίνονται εξαιτίας του Χριστιανοί. Ακόμα και τη βασίλισσα μου ξεγέλασε και εγκατέλειψε τη θρησκεία των ειδώλων. Τι λες εσύ;

- Και εγώ συμφωνώ μαζί σου, βασιλιά μου. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτόν, γιατί ταπείνωσε πολύ το γόητρο της Ρωμαϊκής εξουσίας σου. Ας κάνουμε αύριο την τελική ανάκριση.


Μέσα στη σκοτεινή φυλακή προσεύχεται ο άγιός μας συνεχώς. Κατά τα μεσάνυχτα, εξαντλημένος από την πείνα και τα πολλά μαρτύρια, αποκοιμήθηκε.

Βλέπει τότε, ξαφνικά, να φωτίζεται η σκοτεινή φυλακή με ένα πολύ λαμπερό φως και να παρουσιάζεται μπροστά του η γλυκιά μορφή του Χριστού. Μια απέραντη γαλήνη και χαρά πλημμύρισε την ψυχή και το σώμα του αγίου μας. Ο Κύριος μας τον κοίταξε τρυφερά και του έβαλε στο κεφάλι ένα πανέμορφο στεφάνι από λουλούδια. Τον φίλησε έπειτα γλυκά και του λέει:

- Γεώργιε, αγαπημένο μου πιστό παιδί, χαίρε. Έφθασε η ώρα που θα χαίρεσαι αιώνια κοντά μου τις χαρές του Παραδείσου. Να έχεις δύναμη και κουράγιο στα τελευταία βάσανα που θα υποφέρεις για χάρη μου εδώ στη γη. Σύντομα θα έρθεις κοντά μου. Σε περιμένω…

Ο άγιός μας, από την πολλή χαρά και ευτυχία που είδε τον πολυαγαπημένο του Ιησού Χριστό, ξύπνησε. Κατάλαβε ότι αυτό που είδε ήταν όνειρο θεϊκό και προφητικό. Με αυτό τον πληροφορούσε ο Κύριος μας ότι σύντομα θα πέθαινε για χάρη Του και θα κληρονομούσε την Βασιλεία του Θεού.



20. ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΤΑ ΕΙΔΩΛΑ

Όταν ξημέρωσε, διέταξε ο Διοκλητιανός να φέρουν μπροστά του τον Γεώργιο. Για τελευταία φορά θα προσπαθήσει να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα, τάζοντας του χίλια δυο δώρα και αξιώματα.

- Γεώργιε, αναγνωρίζω ότι είσαι ένας γενναίος και καλός αξιωματικός. Δεν σε θανατώνω, όπως ταιριάζει στους Χριστιανούς, αλλά περιμένω να μετανιώσεις. Και πάλι σου λέω ότι, αν αλλάξεις μυαλά, σε περιμένουν μεγάλες δόξες και τιμές. Και το μισό βασίλειο μου δέχομαι να μοιραστώ μαζί σου, αν εσύ απαρνηθείς το Χριστό και θυσιάσεις στα είδωλα.

Ο άγιος τον κοίταξε σκεπτικός και αμίλητος. Ο βασιλιάς νόμιζε πως ο Γεώργιος άρχισε να δέχεται την πρότασή του. Με αγωνία, λοιπόν, τον ξαναρωτά:

- Πες μου, Γεώργιε, συμφωνείς;

- Σκέφτομαι, βασιλιά, πως θα ήταν καλύτερα να πηγαίναμε στο ναό των ειδώλων και ύστερα να σου απαντήσω.


Χάρηκε ο Διοκλητιανός από την απάντηση αυτή του Γεωργίου και διέταξε να πάνε όλοι μαζί, οι άρχοντες και όλο το πλήθος του κόσμου, στο ναό του θεού Απόλλωνα, όπου θα θυσίαζε επιτέλους ο Γεώργιος στα είδωλα.

Ανάμεσα στο πλήθος ήταν και η αγία μητέρα του Γεωργίου, η ευσεβής Πολυχρονία. Πληροφορημένη από θεϊκό όραμα, ήρθε κοντά στο παιδί της για να το δει για τελευταία φορά και να το δυναμώσει με τα μητρικά της λόγια.

Όταν ο Γεώργιος μπήκε μέσα στο ναό των ειδώλων, στάθηκε στη μέση του ναού και βλέποντας το άγαλμα του Απόλλωνα λέει:

- Εσύ είσαι ο αληθινός Θεός που πρέπει εγώ να θυμιάσω και να προσκυνήσω;

Τότε το πονηρό δαιμόνιο που κατοικούσε μέσα στο άγαλμα του θεού Απόλλωνα, ταράχτηκε από την παρουσία του αγίου μας και, εξαναγκασμένο από τη δύναμη του Χριστού, φώναξε δυνατά:

- Δεν είμαι εγώ ο Θεός! Κανένα είδωλο δεν είναι Θεός. Μόνο Εκείνος που κηρύττεις εσύ είναι Θεός αληθινός. Εμείς όλοι, που κρυβόμαστε στα είδωλα, είμαστε πονηρά δαιμόνια και κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους.

- Αφού, λοιπόν, ομολογείτε ότι είστε πονηρά πνεύματα και εξαπατάτε τους ανθρώπους για να τους στέλνετε στην κόλαση, σας διατάζω στο όνομα του Χριστού, φύγετε γρήγορα και πηγαίνετε στην αιώνια καταδίκη της κόλασης.


Όλος ο ναός άρχισε τότε να τραντάζεται και να κουνιέται, λες και γινόταν μεγάλος σεισμός. Κρότοι και τρομεροί θόρυβοι ακουγόντουσαν μέσα από τα αγάλματα των ψεύτικων θεών. Κλάματα και γοερές κραυγές έβγαιναν από τα αόρατα πνεύματα του σκότους, τα πονηρά δαιμόνια. Όλος ο κόσμος, έντρομος, βγήκε έξω από το ναό.

Σε λίγο, είδαν όλοι ένα ένα τα αγάλματα να πέφτει κάτω και να συντρίβεται.

Απελπισία και αγανάκτηση πλημμύρισε τις καρδιές των ειδωλολατρών και κυρίως του βασιλιά Διοκλητιανού. Οργισμένοι όλοι οι ειδωλολάτρες φώναζαν:

- Σκοτώστε τον ασεβή, πριν μας γκρεμίσει το ναό...

Ο βασιλιάς, ταπεινωμένος από την κοροϊδία που του έκανε ο Γεώργιος, γεμάτος θυμό, τον κατηγορούσε ως ασεβή και ανόητο, επειδή γκρέμισε τα είδωλα του ναού.

Ο Γεώργιος, ατάραχος και γαλήνιος του απάντησε:

- Είναι ντροπή, βασιλιά, να πιστεύεις και να λατρεύεις τέτοιους θεούς, που δεν μπορούν να προστατέψουν, όχι μόνο την αυτοκρατορία σου, αλλά ούτε και τον ίδιο τον εαυτό τους!...


Ο βασιλιάς είχε εξαντλήσει πλέον όλη την υπομονή του. Έξαλλος από θυμό, διέταξε τη θανατική ποινή, δια του αποκεφαλισμού, του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.

Η διαταγή γράφτηκε επίσημα σε χαρτί και υπογράφτηκε από τον ίδιο. Το κατηγορητήριο έλεγε περίπου τα εξής:

«Τον χιλίαρχο Γεώργιο, Χριστιανό, που καταφρόνησε την βασιλική εξουσία, ύβρισε τους θεούς και κατάστρεψε τους ναούς τους, διατάζω να αποκεφαλιστεί».


21. Η ΑΓΙΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑ

Όταν η αγία μάνα του, Πολυχρονία, που παρακολουθούσε από κοντά όλα τα γεγονότα, άκουσε την καταδικαστική απόφαση του παιδιού της, φώναξε δυνατά:

- Έχε θάρρος αγαπημένο μου παιδί, Γεώργιε. Σε λίγο ο Κύριος μας θα σε συνοδεύσει στις ουράνιες χαρές του Παραδείσου για να απολαμβάνεις αιώνια την ευτυχία της Βασιλείας των Ουρανών!

Η φωνή της αγίας γυναίκας τράβηξε το ενδιαφέρον του θυμωμένου αυτοκράτορα, ο οποίος ζήτησε να μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Όταν έμαθε ότι ήταν η μάνα του αγίου μας, γεμάτος χαιρεκακία, θέλησε να εκδικηθεί τον Γεώργιο βασανίζοντας την μάνα του.

Της ζήτησε να εγκαταλείψει τη χριστιανική πίστη και να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν αυτή αρνήθηκε, διέταξε να της κάνουν φοβερά βασανιστήρια μπροστά στα μάτια του παιδιού της, του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.

Την κρέμασαν από ένα δέντρο και την μαστίγωσαν αλύπητα. Έπειτα με σιδερένια νύχια έξυσαν το κορμί της, ώστε να βγαίνουν λωρίδες από δέρμα.

Όταν το κορμί της έγινε ολόκληρο μια πληγή, αντί να την λυπηθούν, άρχισαν να το καίνε με αναμμένες λαμπάδες.

Ο Γεώργιος παρακαλούσε θερμά το Χριστό να δίνει δύναμη και κουράγιο στη μάνα του, για να αντέξει τα φριχτά βασανιστήρια.

Η αγία Πολυχρονία προσευχόταν και αυτή θερμά στον Κύριο, για να την αξιώσει του αγίου μαρτυρίου.

Μετά την ξεκρέμασαν από το δέντρο και της έδωσαν να φορέσει σιδερένια παπούτσια, που τα είχαν κάψει πρώτα καλά στη φωτιά. Οι πόνοι είναι φριχτοί και αβάσταχτοι.

Ο άγιός μας, που βλέπει την αγία μάνα του να υποφέρει τόσο πολύ, πονά και δακρύζει.

Παρακαλεί τον Κύριο να πάρει την ψυχή της στη Βασιλεία των Ουρανών.

Σε λίγο η αγιασμένη και βασανισμένη ψυχή της αγίας Πολυχρονίας βρίσκεται στη χαρά του Παραδείσου.

Το αγιασμένο λείψανό της το παρέλαβαν κρυφά οι Χριστιανοί και το έθαψαν με τιμές, όπως άξιζε στην άγια τούτη μάνα.


22. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο άγιός μας, γεμάτος χαρά, που αξίωσε ο Θεός την μητέρα του να μαρτυρήσει για το άγιο όνομά Του, ευχαριστεί και δοξάζει τον πολυαγαπημένο του Ιησού.

Τώρα ήρθε η δική του η σειρά. Οι στρατιώτες παίρνουν τον άγιό μας έξω από την πόλη.

Είναι άνοιξη και όλα ευωδιάζουν. Εκείνος βλέπει την καταπράσινη φύση και την ευλογεί. Θαυμάζει το μεγαλείο της δημιουργίας και δοξάζει τον Θεό. Αναρωτιέται για τις ομορφιές του Παραδείσου. Σίγουρα ξεπερνούν όλες τις ομορφιές της γης.

Η καρδιά του χτυπά γρήγορα και δυνατά από χαρά. Πλησιάζει η στιγμή που σύντομα θα βρεθεί στη πολυπόθητη ζεστή αγκαλιά του ουράνιου Βασιλιά, του αγαπημένου του Ιησού.

Φτάνουν στον τόπο της εκτέλεσης. Ο άγιός μας γονατίζει και προσεύχεται θερμά, για τελευταία φορά, στον πολυαγαπημένο του Θεό. Τον παρακαλεί να φωτίσει τον κόσμο, ώστε να Τον γνωρίσει και να Τον αγαπήσει.

Το πρόσωπό του αστράπτει από ουράνιο θεϊκό φως.

Κοιτάζει τον ουρανό και χαμογελά από ευτυχία. Βλέπει τον Κύριο να ανοίγει τα θεϊκά Του χέρια και να τον προσκαλεί στη Βασιλεία των Ουρανών.

Εκείνος του απαντά:

- Ναι, Κύριε μου, έρχομαι σε Σένα, τον πολυαγαπημένο μου Θεό και Βασιλιά της καρδιάς μου.

Αυτά είναι τα τελευταία λόγια του, γιατί το ξίφος του δήμιου έκοψε την αγία κεφαλή του και έστειλε την πολυβασανισμένη ψυχή του στην αιώνια ευτυχία του Παραδείσου.

Ήταν 23 Απριλίου του 303 μ.Χ.

Είθε, με τις ευχές του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, να μας αξιώσει ο πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος Θεός της επουράνιας Βασιλείας Του. Αμήν.




( Υπό π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Εκδόσεις Φως Χριστού )

 

 
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον Ἦχος δ'
Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ

Γεωργηθεὶς ὑπὸ Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργὸς τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράγματα συλλέξας σεαυτῷ· σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνῃ θερίζεις· ἀθλήσας δὲ δι' αἵματος, τὸν Χριστὸν ἐκομίσω, καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πᾶσι παρέχεις πταισμάτων συγχώρησιν. 
Ο τάφος του Αγ. Γεωργίου, Λύδδα Άγιοι τόποι.


ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΤΗΣΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ:

ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΤΟ ΕΥΟΣΜΟ ΚΡΙΝΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ 

Ακούστε το εδώ:


 

ΕΚΤΥΠΩΣΗ