14. Τρεις άγιες αρχοντοπούλες
(Ο βίος της Αγίας Σοφίας)
Όταν αυτοκράτορας της
Ρώμης ήταν ο Αδριανός (117μ.Χ-138μ.Χ.),
ζούσε σε κάποια πόλη της Ιταλίας μια νεαρή και πλούσια Χριστιανή αρχόντισσα,
που την έλεγαν Σοφία.
Από νωρίς είχε χάσει τον άνδρα
της και ζούσε μόνη της, μαζί με τις τρεις πανέμορφες κόρες της, την Πίστη, που
ήταν 12 χρονών, την Ελπίδα, που ήταν 10 χρονών και την Αγάπη, που ήταν μόλις 9
χρονών. Και τα τρία κορίτσια έλαμπαν από ομορφιά, όχι μόνο στο σώμα, αλλά
κυρίως από τα πολλά ψυχικά και πνευματικά τους χαρίσματα.
Η Σοφία, σαν μητέρα, ήταν ένα
παράδειγμα προς μίμηση. Ήταν ευγενική, σεμνή, ταπεινή, με φλογερή αγάπη στο
Χριστό μέσα στην καρδιά της, αλλά και αφάνταστα πονόψυχη για τον κάθε φτωχό και
ταλαιπωρημένο συνάνθρωπο της.
Προσπαθούσε να διδάξει με το
παράδειγμα της την ενάρετη ζωή στα παιδιά της. Να αγαπούν, δηλαδή, ό,τι είναι
καλό και αρεστό στο Θεό και να στολίζουν την ψυχή τους με αρετές και θεϊκά
χαρίσματα. Τους δίδασκε να αποφεύγουν καθετί, που θα μπορούσε να μολύνει το
κατάλευκο ένδυμα της ψυχής τους, που φόρεσαν όταν έγιναν Χριστιανές. Πολλές
φορές, όταν τα παιδιά της είχαν αποκοιμηθεί κάτω από το γλυκό μητρικό ήχο των
διηγήσεων της από τις ιστορίες της ζωής του Χριστού, η σεμνή Σοφία γονάτιζε
δίπλα από το κρεβατάκι τους και άφηνε την πύρινη προσευχή της καρδιάς της να
ανέβει στο θρόνο του πολυαγαπημένου της βασιλιά Χριστού. Τον παρακαλούσε να
καθοδηγεί τα παιδιά της στο καλό και στην αρετή και να τα σκεπάζει από κάθε
κακό.
Το σπίτι τους ήταν ένα
εργαστήριο αγάπης. Στον ελεύθερο τους χρόνο κεντούσαν, έραβαν και έπλεκαν ζεστά
ρούχα για τους φτωχούς της περιοχής τους. Η καλή τους φήμη κυκλοφορούσε παντού
και όλοι τις επαινούσαν για τις καλές τους πράξεις, αλλά και για την άγια ζωή
τους, που ήταν μια τρομακτική παραφωνία μέσα στην αμαρτωλή και ειδωλολατρική
ζωή της εποχής εκείνης.
Την περίοδο εκείνη η Εκκλησία
του Χριστού ζούσε μια από τις πιο αιματοβαμμένες, αλλά και πιο ηρωικές χρονικές
στιγμές της ιστορίας της. Πλήθος Χριστιανών έγραψαν με το αίμα τους
συγκινητικές σελίδες αγάπης στον εσταυρωμένο Ιησού και το Ευαγγέλιο Του.
Η Σοφία αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την μικρή πόλη, που μέχρι τότε ζούσε, και να πάει να κατοικήσει
μαζί με τις τρεις κόρες της στη ξακουστή πρωτεύουσα της Ιταλίας, την ένδοξη
Ρώμη. Εκεί η χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη και δυνατή και θα μπορούσε να
βρει αυτή και τα κορίτσια της προστασία και βοήθεια σε κάθε περίσταση της ζωής
τους.
Και εκεί, δεν άργησε να
ξαπλωθεί παντού η φήμη της αρετής τους και των καλών τους πράξεων. Όλοι
μιλούσαν για τέσσερεις αγγέλους που ήρθαν στην πόλη τους. Πολλοί ειδωλολάτρες,
που έβλεπαν την ενάρετη ζωή τους, σαγηνεύονταν από τη νέα πίστη στον αληθινό
Θεό και γινόντουσαν Χριστιανοί.
Αυτό, όμως, δεν άρεσε στον
ασεβή επιστάτη της πόλης Αντίοχο, ο οποίος τις κατήγγειλε στον αυτοκράτορα σαν
Χριστιανές και υβρίστριες των ειδωλολατρικών θεών τους. Έτσι, μια μέρα
συνέλαβαν τη Σοφία μαζί με τις τρεις κόρες της, για να απολογηθούν μπροστά στο
Ρωμαίο δικαστή.
-Με πληροφόρησαν, ευγενέστατη,
πως εσύ και οι τρεις σου κόρες ανήκετε στις τάξεις των Χριστιανών. Δεν θέλω να
το πιστέψω…
-Να το πιστέψεις, απάντησε με
ηρεμία η Σοφία. Κι εγώ και οι κόρες μου είμαστε Χριστιανές.
-Έχεις υπ’ όψη σου, πως εσύ
και οι κόρες σου θα αντιμετωπίσετε βασανιστήρια σκληρά και θάνατο, εάν δεν
αρνηθείτε την ανόητη αυτή πίστη σας; Κι ενώ εσύ μπορείς να διαθέσεις τον εαυτό
σου όπως θέλεις, δεν λυπάσαι τις όμορφες σου κόρες, που θα φύγουν απ’ αυτή τη
ζωή πριν προλάβουν καλά-καλά να την χαρούν; Θα σου δώσω τρεις μέρες διορία να το
σκεφτείς. Μέχρι τότε θα σας στείλω και τις τέσσερις να μείνετε περιορισμένες
στο σπίτι μιας αρχόντισσας, της Παλλαδίας.
Ήλπιζε ο ασεβής δικαστής ότι η
ειδωλολάτρισσα Παλλαδία θα μπορούσε με την γυναικεία πονηριά της να μεταπείσει
τη Σοφία και τα παιδιά της.
Μάταια προσπαθούσε η Παλλαδία
να μεταπείσει πότε τη μάνα και πότε τις κόρες. Μάταια τους έταζε διάφορα δώρα
και εγκωμίαζε τις χαρές αυτής της ζωής. Οι τρεις εκείνες ημέρες ήταν μαρτύριο
για την Σοφία. Τρόμαζε στη σκέψη πως θα μπορούσαν τα παιδιά της να λιγοψυχήσουν
και να αρνηθούν το Χριστό. Γι’ αυτό πύρινη ανέβαινε στον ουρανό η προσευχή της,
για να δυναμώσει ο Χριστός τα παιδιά της, ώστε να Τον ομολογήσουν θαρραλέα.
Μετά από τρεις μέρες
οδηγήθηκαν και οι τέσσερεις τους μπροστά στο δικαστήριο. Ο δικαστής προσπάθησε
να τις φοβίσει:
-Αν δεν αρνηθείτε τον Χριστό,
τα ωραία και τρυφερά σας πρόσωπα θα γεμίσουν πληγές. Τα σώματά σας θα
παραμορφωθούν. Λυπηθείτε τον εαυτό σας.
-Δεν θα αρνηθούμε τον Κύριο
μας, αποκρίθηκαν εκείνες μ’ ένα στόμα. Προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να
αρνηθούμε τον Χριστό, είπε η Σοφία. Τα ίδια λόγια επανέλαβαν με γαλήνη και τα
τρία της κορίτσια.
-Και πώς θ’ αντέξετε τα
μαρτύρια; Κοιτάξτε εδώ! Αυτά τα εργαλεία ξεσχίζουν τα σώματα, εκείνα
σπάζουν τα κόκκαλα. Σκεφτείτε, τι θα
πάθετε!
-Αγαπάμε τον Χριστό
περισσότερο απ’ όλα, διεκήρυτταν.
Εξαγριωμένος ο δικαστής
διέταξε τότε ν’ αρχίσουν τα βασανιστήρια. Έδεσαν σε μια καρέκλα την Σοφία, για
να βλέπει τα κορίτσια της να βασανίζονται, κι’ άρχισαν από την μεγαλύτερη κόρη.
Γύμνωσαν την Πίστη και άρχισαν να την ραβδίζουν με βάρβαρη ασπλαχνία. Και ενώ
οι βασανιστές άλλαζαν ο ένας μετά τον άλλο από την κούραση, η αγία μας, ήρεμη,
χωρίς να πονά, προσευχόταν με όλη τη δύναμη της καρδιάς της στον πολυαγαπημένο
της Ιησού. Μετά το μαστίγωμα, άρχισαν να της σχίζουν το τρυφερό της σώμα με
κοφτερά μαχαίρια. Όταν της έκοψαν τα στήθη, αντί αίμα έτρεξε γάλα!
-Αρνήσου τον Χριστό, για να
σωθείς, φώναζε ο δικαστής.
-Αγαπώ τον Χριστό μου και δεν
Τον αρνούμαι, απαντούσε εκείνη.
Κι ενώ το σώμα της ήταν γεμάτο
πληγές και αίματα, την σήκωσαν όρθια και άρχισαν πάλι να την μαστιγώνουν. Εν τω
μεταξύ είχε πυρωθεί με δυνατή φωτιά μια μεγάλη σχάρα. Εκεί πάνω ξάπλωσαν το
σώμα της γενναίας Πίστης. Όμως, ούτε η φωτιά μπόρεσε να κάνει κακό στην μικρή
κόρη. Άγγελοι αόρατα βρισκόντουσαν συνέχεια δίπλα της για να την ενισχύουν και
να την βοηθούν να μην πονά. Πολλοί ειδωλολάτρες, που έβλεπαν μέσα από τα
θαύματα την δύναμη της χριστιανικής πίστης, γινόντουσαν Χριστιανοί. Αυτό
εξερέθισε τον ασεβή δικαστή, που διέταξε αμέσως να την αποκεφαλίσουν.
Στο άκουσμα της απόφασης
σκίρτησε από χαρά η Πίστη. Μια λάμψη φωτεινή βγήκε από το πανέμορφο προσωπάκι
της και με φωνή που έπαλλε από ενθουσιασμό είπε:
-Βλέπω τον Ουρανό ανοιχτό,
γεμάτο αγγέλους, και τον Χριστό να με προσκαλεί! Ιησού μου σ’ αγαπώ!
Μετά έσκυψε το κεφάλι της για
να δεχτεί τον δια ξίφους θάνατο.
-Λοιπόν; ρώτησε ο άγριος
δικαστής, μήπως μετανιώσατε;
-Προχώρα στο φρικτό σου έργο,
είπε η Σοφία, δεν πρόκειται καμιά μας να αρνηθεί τον Χριστό.
Τα ίδια βασανιστήρια
επαναλήφτηκαν και στη δεύτερη κόρη, την Ελπίδα. Αφού πρώτα την μαστίγωσαν
ανελέητα, την έβαλαν μετά πά-νω σε μια πυρακτωμένη σχάρα, για να καεί. Η φωτιά,
όμως, έσβησε κι έτσι η Ελπίδα έμεινε ανέπαφη. Την έριξαν μετά σ’ ένα καμίνι,
για να καεί τελείως. Μα, κι εκεί δεν την πείραξε καθόλου η φωτιά. Άγγελοι
έστεκαν δίπλα της και μετέτρεπαν τη φωτιά σε δροσιά. Μετά την κρέμασαν σ’ ένα
δέντρο από τα μαλλιά και ξέσχισαν το κορμί της με σιδερένια νύχια. Από τις
πληγές της, όμως, βγήκε ένα
θαυμάσιο μύρο που άπλωσε την
ευωδία του σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Την έβαλαν κατόπιν σε ένα χάλκινο δοχείο
γεμάτο καυτή πίσσα και ρητίνη, αλλά ούτε και τότε έπαθε τίποτε. Πολλοί
ειδωλολάτρες, που έβλεπαν όλα αυτά τα θαύματα, εγκατέλειψαν τα είδωλα και
έγιναν Χριστιανοί. Μετά απ’ αυτό διέταξε ο δικαστής να την αποκεφαλίσουν.
-Τι λες τώρα, ανόητη μητέρα;
ρώτησε ο δικαστής. Θέλεις να δεις και την τρίτη σου κόρη να πεθαίνει;
Πριν προλάβει να μιλήσει η
Σοφία, πετάχτηκε μπροστά στο δικαστή η εννιάχρονη Αγάπη και είπε:
-Και εγώ Χριστιανή είμαι και
δεν φοβάμαι καθόλου τα βασανιστήρια σου, βάρβαρε δικαστή.
Εξαγριωμένος ο δικαστής
διέταξε να κρεμάσουν την μικρή Αγάπη σ’ ένα δέντρο και να την μαστιγώσουν
αλύπητα. Μετά την έριξε σ’ ένα καμίνι για να καεί. Άγγελοι, όμως, προστάτευαν
το σώμα της μικρής μάρτυρος, ώστε να μην της κάνουν κανένα κακό τα μαρτύρια.
Όταν είδε ο δικαστής ότι ούτε τα καρφιά που έμπηξε στο παιδικό της στήθος
μπόρεσαν να της κάνουν κακό, έδωσε διαταγή να αποκεφαλίσουν και την τρίτη κόρη.
Η Σοφία, όταν είδε και το
τρυφερό κεφάλι της τρίτης της κόρης να πέφτει κάτω από το σπαθί του δήμιου,
πετάχτηκε πάνω και φώναξε:
-Τώρα, σκληρέ και άπονε
ειδωλολάτρη, σκότωσε κι’ εμένα, για να βρεθώ το συντομότερο με τα κορίτσια μου
στον ουρανό.
Ο δικαστής όμως εξαγριωμένος,
γιατί τον ντρόπιασαν τρία μικρά κορίτσια, φώναξε με μανία:
-Πήγαινε στο σπίτι σου,
ανόητη. Δεν σε σκοτώνω. Σ’ αφήνω να ζήσεις, γιατί έτσι η ζωή σου, χωρίς τα
παιδιά σου, θα είναι πιο μαρτυρική.
Κι έφυγε τρέχοντας.
Πήρε τότε η Σοφία πολύτιμα
μύρα και έθαψε τα σώματα των τριών ηρωίδων θυγατέρων της. Επί τρεις μέρες η
Σοφία ήταν πάνω από τον τάφο των παιδιών της. Την τρίτη μέρα, εκεί που
προσευχόταν, την άκουσαν να λέει:
-Ω, τρυφερά μου βλαστάρια,
δεχθείτε τη μητέρα σας εκεί που τώρα βρίσκεστε!
Αυτά είπε και άφησε την ψυχή
της να πετάξει ψηλά στον ουρανό κοντά σ’ Εκείνον που τόσο αυτή, όσο και τα τρία
της παιδιά, αγάπησε όσο τίποτα άλλο σ’ αυτή τη γη.
Η Εκκλησία μας όρισε να εορτάζονται οι τρεις παρθενομάρτυρες, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, μαζί με την αγία μητέρα τους, την Σοφία, κάθε χρόνο στις 17 Σεπτεμβρίου.